Ο ρόλος του φωτισμού στο θέατρο του Robert Wilson - «Οδύσσεια», μια παραγωγή στην Ελλάδα

Lighting design in Robert Wilson's theatre - "Odyssey", a production in Greece (Αγγλική)

  1. MSc thesis
  2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΣ
  3. Σχεδιασμός Φωτισμού (ΣΦΠ)
  4. 24 Σεπτεμβρίου 2023
  5. Ελληνικά
  6. 130
  7. Μάσχα, Μελίνα
  8. Μάσχα, Μελίνα | Εφέογλου, Ελένη
  9. Σχεδιασμός φωτισμού | Robert Wilson | Θέατρο των Εικόνων | Το μεταμοντέρνο | Εθνικό Θέατρο | Οδύσσεια
  10. Σχεδιασμός Φωτισμού (ΣΦΠ)
  11. 4
  12. 10
  13. 56
    • Ο Robert Wilson είναι ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης. Με σπουδές στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και το χορό θα ασχοληθεί με το θέατρο, την όπερα, το χορό, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, το design και το βίντεο. Έχει συνεργαστεί με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες όπως οι Heiner Muller, Philip Glass, William Burroughs, Tom Waits και πολλοί άλλοι.

      Ξεκινά την καλλιτεχνική του καριέρα στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και πειραματίζεται, όπως και αρκετοί σύγχρονοί του, με τις συμβάσεις του θεάτρου. Αρχικά ιδρύει την πειραματική κολεκτίβα Byrd Hoffman School of Byrds ενώ από το 1976 και μετά δραστηριοποιείται μόνος του ως καλλιτέχνης. Ο Wilson κάνει τέχνη βαθιά βιωματική. Οι μαθησιακές δυσκολίες και οι δυσκολίες στη γλώσσα που αντιμετώπισε ο ίδιος στην παιδική και εφηβική του ηλικία τον οδήγησαν να κάνει ένα ξεχωριστό είδος θεάτρου. Αρχικά ξεκινά να διδάσκει θέατρο, χορό και κινησιοθεραπεία σε άτομα με αναπηρίες, σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, υπερκινητικά και με παραβατικές συμπεριφορές. Στη συνέχεια δημιουργεί καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις με κατατονικά άτομα στο νοσοκομείο χρόνιων νοσημάτων Goldwater Hospital. Το 1967 γνωρίζει το νεαρό κωφάλαλο Raymond Andrews (τον οποίο υιοθετεί) από τον οποίο εμπνέεται και δημιουργεί την παράσταση Deafman Glance (η βουβή όπερα, όπως την ονομάσανε οι κριτικοί της εποχής) , η οποία είναι παντελώς βουβή και βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στις κινήσεις και στα σχέδια που σχεδίαζε ο Raymond προκειμένου να συνεννοηθεί με τον Wilson. Είναι η αρχή ενός νέου είδους θεάτρου που έγινε γνωστό ως Θέατρο των Εικόνων (Theater of Visions ή Theater of Images), στο οποίο καταρρίπτεται εντελώς η αριστοτελική δομή, καταργείται ή αποδυναμώνεται η κυριαρχία του λόγου και ενισχύεται η κίνηση και η δύναμη της εικόνας. Το Θέατρο των Εικόνων είναι σχεδόν συνυφασμένο με το Μεταμοντέρνο Θέατρο, ως όρος που κατήργησε τις συμβάσεις που υπήρχαν στο θέατρο μέχρι τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 ο Wilson γνωρίζει τον αυτιστικό ποιητή Christopher Knowles και ξεκινά η δεύτερη χαρακτηριστική περίοδος στα έργα του που έχει ως έντονο χαρακτηριστικό την αποδόμηση του λόγου. Στις παραστάσεις που θα ακολουθήσουν, ο λόγος και η γραφή του Knowles έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Για την παράσταση A Letter for Queen Victoria, γράφει η Bonnie Marranca«Οι λέξεις χρησιμοποιούνται απλώς για τον ήχο και τη μουσικότητά τους. Η γλώσσα είναι εντελώς για «πέταμα» και το περιεχόμενό της δε βγάζει κανένα νόημα» (Marranca, 41). Ο Wilson δεν αντιμετωπίζει τις αναπηρίες σαν ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί αλλά εμπνέεται από αυτές και δημιουργεί έργα στα οποία ο λόγος, ο χώρος, ο χρόνος, η παρουσία των ηθοποιών παρουσιάζονται μη ρεαλιστικά, παραπέμποντας σε ονειρικές καταστάσεις και στο υποσυνείδητο.«Πιστεύω στην αυτιστική συμπεριφορά» (Holmberg, 3), θα πει. Πέρα από τη βιωματικότητα, το θέατρο του Wilson έχει αναφορές στο έργο του Brecht και κυρίως στις τεχνικές της Ιστορικοποίησης, της Αποστασιοποίησης, της Ανοικείωσης και της εκφραστικής χειρονομίας (gestus). Όπως και ο Brecht, ο Wilson εμπνεύστηκε από το ασιατικό θέατρο και συγκεκριμένα από το Θέατρο Noh και την Κινεζική Όπερα, αλλάζοντας εντελώς τη δομή αίτιου - αιτιατού που χαρακτήριζε τα δυτικά κλασικά έργα μέχρι και την εποχή του μοντερνισμού. Υιοθετώντας την ανατολίτικη φιλοσοφία του Ζεν, οι ιδέες παρουσιάζονται στο κοινό και αυτό είναι ελεύθερο να σταθεί κριτικά απέναντί τους και να αναπτύξει τη φαντασία του. Η παράσταση Einstein on the Beach (ίσως το πιο γνωστό έργο του Wilson) θα αλλάξει για πάντα το είδος της δυτικής όπερας, όπως το γνωρίζαμε από τη γέννησή του. Για πρώτη φορά στην ιστορία του είδους, η μουσική γράφεται από τον Philip Glass πάνω στα σχέδια των σκηνικών (τα λεγόμενα visual books) και την χορογραφία της παράστασης (από την χορογράφο Lucinda Childs). Ο Glass θα ισχυριστεί πως δεν υπάρχει κανένα νόημα πίσω από τη σύνθεσή του και πως το ίδιο ισχύει και για τον Wilson.

      Ο Wilson δηλώνει πως η σκηνή είναι κάτι το αφύσικο και έτσι ακριβώς θα πρέπει να δείχνει. Στις παραστάσεις του, τα μεγαλειώδη σκηνικά χαρακτηρίζονται από  απόλυτη γεωμετρία, με σαφείς αναφορές στην αρχιτεκτονική αισθητική του Bauhaus. Τα σκηνικά και τα σκηνικά αντικείμενα δεν αποτυπώνουν ρεαλιστικές συνθήκες αλλά λειτουργούν ως αυτόνομα σημεία και σύμβολα. Τα κοστούμια των ηθοποιών δεν υποδηλώνουν απλώς την εποχή, την κοινωνική τάξη και την προσωπικότητά τους, αλλά είναι σχεδιασμένα με έντονες γραμμές (κυβιστικής αισθητικής πολλές φορές και με σαφείς επιρροές από το ασιατικό θέατρο) έτσι ώστε να εξυπηρετούν την τελική εικόνα. Η κίνηση των ηθοποιών / χορευτών είναι πολύ αργή, ρομποτική και εντελώς στατική σε αφύσικες εκφράσεις και πόζες, εφαρμόζοντας αυτό που ο ίδιος ονομάζει «κίνηση της ακινησίας», ή πολύ γρήγορη, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ο χρόνος συμπιέζεται και εκτείνεται στη σκηνή, είναι «πλαστικός» όπως συνηθίζει να λέει, με τις παραστάσεις του να διαρκούν από μερικές ώρες έως μέρες ολόκληρες (όπως η παράσταση KA MOUNTAIN AND GUARDenia TERRACE, η οποία διήρκησε επτά συνεχόμενες ημέρες και νύχτες). Ο λόγος και το κείμενο είτε απουσιάζουν εντελώς, είτε αποδομούνται, είτε προσαρμόζονται (αν πρόκειται για προϋπάρχοντα έργα) στις ανάγκες τις εκάστοτε παράστασης αλλά ποτέ δεν έχουν κυρίαρχο ρόλο.

      Το φως είναι για τον Wilson το βασικό συστατικό που δίνει υπόσταση σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία μιας παράστασης. Ως «μέτρο όλων των πραγμάτων» (Einstein), ξεκινά πάντα από το φως, καθώς θεωρεί πως είναι «ο πιο σημαντικός ηθοποιός στη σκηνή» (Holmberg, 121). Οι τεχνικές του είναι χαρακτηριστικές με κυρίαρχη τη χρήση του κυκλοράματος. Το φωτισμένο κυκλόραμα στο βάθος της σκηνής είναι ο «καμβάς» πάνω στον οποίο ο Wilson, όπως ένας ζωγράφος, θα τοποθετήσει τα υπόλοιπα στοιχεία (τα σκηνικά, τα σκηνικά αντικείμενα και τους ηθοποιούς) για να συνθέσει την εικόνα του. Αυτά τα στοιχεία, φωτίζονται εστιασμένα και πολύ εστιασμένα έτσι ώστε το φως να επιδρά όσο το δυνατόν λιγότερο στο φωτισμό του κυκλοράματος και στο «μαλακό» γενικό φωτισμό της σκηνής, είτε δεν φωτίζονται καθόλου και παρουσιάζονται ως σκιές μπροστά από το φωτισμένο κυκλόραμα, δημιουργώντας έντονο contrast. Αυτοί οι φωτισμοί έχουν τις ρίζες τους στην τεχνική chiaroscuro που χρησιμοποίησαν οι ζωγράφοι της εποχής του Μπαρόκ (από την οποία εμπνεύστηκαν οι κινηματογραφιστές στα μέσα του εικοστού αιώνα δημιουργώντας την αντίστοιχη αισθητική στις ταινίες τρόμου και το film noir) και στο θέατρο σκιών. Ο εστιασμένος φωτισμός στους ηθοποιούς, ο οποίος επιτυγχάνεται μέσω προβολέων παρακολούθησης (follow spots), υπέρ-τονίζει το πολύ έντονο make up (που με τη σειρά του τονίζει τις εκφράσεις τους) και τις στυλιζαρισμένες πόζες τους. Οι φωτιστικές σκηνές μιας παράστασης (cues) μπορεί να ξεπερνούν τις χίλιες και βρίσκονται σε απόλυτο συγχρονισμό με την κίνηση των ηθοποιών και τους ήχους της παράστασης.

      Το αποτέλεσμα αυτών των τεχνικών στη σκηνή, είναι αλληλουχίες σουρεαλιστικών εικόνων, οι οποίες παρουσιάζονται ως tableau vivant, δημιουργώντας μια ονειρική αίσθηση. Όπως το εξέφρασε ο συνθέτης Tom Waits μετά τη συνεργασία τους στην παράσταση The Black Rider, «ο Wilson στις παραστάσεις του δεν σε βάζει απλώς σε μια κατάσταση που παραπέμπει σε όνειρο αλλά δημιουργεί όλες τις κατάλληλες συνθήκες για να ονειρευτείς» (Karstedt, 2022).

      Η παράσταση της Οδύσσειας, που πραγματοποιήθηκε το 2012 στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στο κτίριο Τσίλλερ, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση της τρίτης περιόδου στο έργο του Wilson, όπου καταπιάνεται με τα κλασικά έργα. Η παράσταση ήταν μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Piccolo Teatro di Milano και ήταν μια πρόκληση για την εποχή που πραγματοποιήθηκε, λόγω του μεγέθους της παραγωγής, δεδομένης της δύσκολης οικονομικής περιόδου που διένυε (και διανύει) η χώρα. Τα σκηνικά, τα κοστούμια και οι μάσκες κατασκευάστηκαν στα εργαστήρια του Piccolo Teatro και προσαρμόστηκαν στα εργαστήρια του Εθνικού Θεάτρου. Oι προετοιμασίες διήρκησαν περισσότερο από ενάμιση χρόνο.

      Ο μύθος του Οδυσσέα παρουσιάζεται με ελαφρότητα και κωμικά στοιχεία και το κείμενο έχει προσαρμοστεί στην αισθητική του Wilson με σημεία αποδόμησης, επανάληψης και παράλειψης. Η παράσταση ακολουθεί την κλασική πλέον συνταγή του σκηνοθέτη με τα μινιμαλιστικά σκηνικά, τα γκροτέσκα σκηνικά αντικείμενα, το έντονο make upκαι τις στυλιζαρισμένες πόζες, χειρονομίες και εκφράσεις. Οι φωτισμοί είναι χαρακτηριστικοί, με το κυκλόραμα να πρωταγωνιστεί και τους εστιασμένους φωτισμούς να συμπληρώνουν τον καμβά. Η παράσταση ανέβηκε για περίπου έξι μήνες στην Ελλάδα και έπειτα μεταφέρθηκε στο κτίριο Teatro Strehler του Piccolo Teatro di Milano για ένα μήνα.

    • Robert Wilson is a multifaceted artist. With studies in architecture, painting, and dance, he has engaged in theater, opera, dance, sculpture, painting, design, and video. He has collaborated with internationally renowned artists such as Heiner Muller, Philip Glass, William Burroughs, Tom Waits, and many more.

      He began his artistic career in the late '60s and experimented with theatrical conventions like many of his contemporaries. Initially, he founded the experimental collective Byrd Hoffman School of Byrds, while from 1976 onwards, he worked alone as an artist. Wilson creates deeply experiential art. The learning difficulties and language challenges he faced himself in childhood and adolescence led him to create a unique kind of theatre. Initially, he started teaching theatre, dance, and kinesiotherapy to people with disabilities, children with learning difficulties, hyperactive and with delinquent behaviors. He then goes on to build artistic installations with catatonic individuals at the Goldwater Hospital for chronic diseases. In 1967, he met the young deaf Raymond Andrews (whom he adopted), from whom he was inspired and created the performance Deafman Glance (the silent opera, as the critics of the time called it), which is completely silent and based entirely on the movements and drawings that Raymond designed to communicate with Wilson. It is the beginning of a new kind of theatre that became known as the Theater of Visions or Theater of Images, in which the Aristotelian structure is wholly overthrown, the dominance of speech is abolished or weakened, and movement and the power of the image are strengthened. The Theatre of Images is almost synonymous as a term with Postmodern and Post-dramatic Theatre, which abolished the conventions that existed in the theatre until the end of World War II. In the early '70s, Wilson met the autistic poet Christopher Knowles, marking the beginning of the second distinctive period in his work, characterized by the deconstruction of speech. In the performances that followed, Knowles' speech and writing played a leading role. For the performance A Letter for Queen Victoria, Bonnie Marranca writes, “Words are used merely for their sound and their music value; language is completely 'throwaway,' and meaningless in content” (Marranca, 41). Wilson does not treat disabilities as a mistake that needs to be corrected but draws inspiration from them, creating works in which speech, space, time, and the presence of actors are presented unrealistically, alluding to dreamlike states and the subconscious. “I believe in autistic behavior” (Holmberg, 3), he says. Beyond its experiential nature, Wilson's theatre references the work of Brecht, especially the techniques of Historification, Alienation (verfremdungseffekt ή V-effekt), Defamiliarization, and expressive gesture (gestus). Like Brecht, Wilson was inspired by Asian theatre, specifically Noh theatre and Chinese Opera, completely changing the cause-effect structure that characterized Western classical works until modernism. Adopting the Eastern Zen philosophy, ideas are presented to the audience, which is then free to critically stand against them and develop its imagination. The performance of Einstein on the Beach (perhaps Wilson's most well-known work) would forever change the genre of Western opera as we knew it from its birth. For the first time in the genre's history, the music, written by Philip Glass, is based on the set designs (the so-called visual books) and the choreography of the performance (by choreographer Lucinda Childs). Glass would assert that there is no meaning behind his composition, and the same applies to Wilson.

      Wilson states that the stage is something unnatural and that's precisely how it should look. In his performances, the majestic sets are characterized by absolute geometry, with explicit references to the architectural aesthetics of Bauhaus. The sets and props do not depict realistic conditions but operate as autonomous signs and symbols. The actors' costumes do not merely indicate the era, their social class and personality, but are designed with strong lines (often of Cubist aesthetics and with clear influences from asian theatre) to serve the final image. The movement of the actors/dancers is languid, robotic, and utterly static in unnatural expressions, gestures and poses, applying what he calls the 'movement of stillness', or very fast, with repeated patterns. Time is compressed and extended on stage; it is 'plastic'as he likes to say, with his performances lasting from a few hours to whole days (like the performance KA MOUNTAIN AND GUARDenia TERRACE, which lasted seven consecutive days and nights). Speech and text are either completely absent, deconstructed, or adapted (if it's pre-existing works) to the needs of each performance but never play a dominant role.

      For Wilson, light is the primary ingredient that gives substance to all other elements of a performance. As the 'measure of all things' (Einstein), he always starts from the light, considering it as 'the most important actor on stage' (Holmberg, 121). His techniques are distinctive, with the use of cyclorama being dominant. The illuminated cyclorama at the back of the stage is the 'canvas' on which Wilson, like a painter, will place the other elements (the sets, props, and actors) to compose his image. These elements are lit focused so that the light affects as little as possible the lighting of the cyclorama and the 'soft' general lighting of the stage, or they are not lit at all and are presented as shadows against the lit cyclorama, creating strong contrast. These lighting techniques have roots in the chiaroscuro technique used by the painters of the Baroque era (from which the filmmakers were inspired in the mid-twentieth century, creating a similar aesthetic in horror movies and film noir) and shadow theatre. The focused lighting on the actors, achieved through follow spots, overemphasizes the heavy makeup (which in turn emphasizes their expressions) and their stylized poses. The lighting cues of a performance can be more than a thousand and are in perfect sync with the movements of the actors and the sounds of the performance.

      These techniques on stage result in sequences of surreal images, which are presented as tableau vivant, creating a dreamlike sense. As expressed by composer Tom Waits after their collaboration on the play The Black Rider, "Wilson doesn't just put you in a dream-like state in his shows, but creates all the appropriate conditions to dream" (Karstedt, 2022).

      The performance of the Odyssey, which took place in 2012 on the main stage of the National Theatre of Greece, in the Ziller building, is a characteristic case of Wilson's third period of work, where he engages with the classics. The show was a co-production of the National Theater of Greece with the Piccolo Teatro di Milano and was a challenge for the era in which it took place, due to the size of the production and given the difficult economic period that the country was (and still is) going through. The sets, costumes, and masks were constructed in the workshops of the Piccolo Teatro and adapted in the workshops of the National Theater. Preparations lasted more than a year and a half.

      The myth of Odysseus is presented with lightness and comic elements, and the text has been adapted to Wilson's aesthetics with points of deconstruction, repetition, and omission. The show follows the director's classic recipe of minimalist sets, grotesque stage objects, heavy makeup, and stylized poses, gestures, and facial expressions. The lighting is characteristic, with the cyclorama taking center stage and the focused lighting complementing the canvas. The show ran for six months in Greece and then moved to the Teatro Strehler building of the Piccolo Teatro di Milano for a month.

  14. Hellenic Open University
  15. Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.