Η μεταπτυχιακή ιατρική εκπαίδευση (ΜΙΕ) για την απόκτηση ειδίκευσης στην ιατρική καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και αποτελεί κοινή πρακτική σε όλες τις δυτικού τύπου κοινωνίες, όπου το πτυχίο της προπτυχιακής εκπαίδευσης δεν αρκεί στην πράξη για την άσκηση της ιατρικής. Ως αποστολή της ΜΙΕ ορίζεται η επίτευξη της αυτόνομης πρακτικής στη εκάστοτε ειδικότητα και πιστοποιείται με τον τίτλο ειδικότητας. Η πιο πρόσφατη εκπαιδευτική αλλαγή στην ΜΙΕ στον διεθνή χώρο είναι η στροφή από την βασιζόμενη στον χρόνο εκπαίδευση (time-based) στην βασιζόμενη στις ικανότητες εκπαίδευση (competency based). Ο καθορισμός συγκεκριμένων εκπαιδευτικών στόχων σε συνδυασμό με τον περιορισμό στις ώρες εργασίας των εκπαιδευόμενων ιατρών έφερε στο προσκήνιο την ποιότητα της εκπαίδευσης και την συμβολή σε αυτήν των ειδικευμένων ιατρών ως κλινικών εκπαιδευτών. Στην ελληνικό χώρο στην ελάχιστη έρευνα έχει γίνει στο θέμα της ΜΙΕ έχει διαπιστωθεί ότι οι ειδικευόμενοι ιατροί δεν είναι ικανοποιημένοι με την εκπαίδευσή τους, θεωρούν ότι οι εκπαιδευτές τους αδιαφορούν για αυτήν και δεν αισθάνονται έτοιμοι να ασκήσουν αυτόνομα την ειδικότητά τους μετά την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας. Η παρούσα ποιοτική έρευνα προσπαθεί να διερευνήσει τα αίτια αυτών των προβλημάτων, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στους κλινικούς εκπαιδευτές, τις αντιλήψεις τους για την ΜΙΕ και τον ρόλο τους μέσα σε αυτή και στις εκπαιδευτικές ικανότητες που διαθέτουν. Διαπιστώθηκε ότι η αυτόνομη πρακτική μετά το πέρας της εκπαίδευσης δεν αποτελεί κοινή πεποίθηση των εκπαιδευτών. Η αποδοχή του εκπαιδευτικού ρόλου από τους ιατρούς του ΕΣΥ και τους πανεπιστημιακούς είναι καθολική αλλά αναγνωρίζουν ότι η έλλειψη χρόνου και η έλλειψη εκπαίδευσης σε εκπαιδευτικά θέματα αποτελούν εμπόδια στην επιτέλεση του έργου τους. Οι εκπαιδευτικές τεχνικές που εφαρμόζουν είναι περιορισμένες και επιδέχονται βελτίωσης. Το συμπέρασμα της παρούσας έρευνας είναι ότι η εκπαίδευση των κλινικών εκπαιδευτών σε ζητήματα τεχνικών μάθησης στην αίθουσα διδασκαλίας και στον χώρο εργασίας μπορεί να βελτιώσει την παρεχόμενη ΜΙΕ.
Postgraduate medical education (PGME) has been established in the late 19th century and is now common practice among the western world countries. The medical degree alone is no longer sufficient for the practice of medicine. The goal of PGME is the independent practice in the chosen specialty. Internationally the latest educational change in PGME is the transition from α time-based into α competency-based model of education. This transition combined with the reduction in service hours of junior doctors has sparked an interest in exploring the quality of PGME and the competencies of clinical teachers in medicine. There is little research done in Greece into PGME. The few published papers give rise to concern. The junior doctors are not satisfied with their education, they believe the clinical teachers have no interest in training them and they do not feel competent to practice independently after completing their training. This qualitative study attempts to explore the reasons for those concerns by examining the views and perceptions amongst clinical educators regarding PGME and their role within it as well as their educational practices. It seems that there is no uniform believe that independent practice is possible after completion of training. The clinical teachers accept their educational role within the health system and do teach but they are concerned that lack of time and lack of educational competencies are hindering them in their efforts. The educational techniques that they are using are limited and there is room for improvement. The conclusion of this study is that investing in teaching medical teachers classroom and work-based learning techniques can improve the quality of PGME in Greece.