Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να διαφωτίσει σχετικά με το ποια από τις δύο μεθόδους διδασκαλίας της γραμματικής –ρητή ή μη ρητή διδασκαλία γραμματικών φαινομένων– οδηγεί σε καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα και αν ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας της γραμματικής μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματική και ευχάριστη εκμάθησή της.
Στο θεωρητικό μέρος ορίζεται η έννοια της γραμματικής και ακολουθεί μια ιστορική αναδρομή των σπουδαιότερων μεθόδων διδασκαλίας της γραμματικής και κατά πόσον επηρέασαν τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας. Η μέθοδος που βασίζεται στη διδασκαλία της γραμματικής, η οπτικοακουστική μέθοδος, η έμμεση και η νεότερη επικοινωνιακή μέθοδος αναλύονται με τη βοήθεια αντιπροσωπευτικών ασκήσεων. Εν συνεχεία παρουσιάζονται μηχανισμοί κατάκτησης της γραμματικής.
Στο εμπειρικό μέρος εξετάζεται κατά πόσον οι θεωρίες, όπως παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο μπορούν να εφαρμοστούν στο μάθημα των Γερμανικών. Για το σκοπό αυτό διεξήγαγα μάθημα, στο οποίο συμμετείχαν ενήλικοι μαθητές. Το γραμματικό φαινόμενο ήταν τα τροπικά ρήματα. Άξονας της διδασκαλίας ήταν οι αρχές της επαγωγικής μεθόδου, ενώ ο σχεδιασμός και η οργάνωση του μαθήματος βασίστηκε στο κλασικό μοντέλο φάσεων μαθήματος, όπως το παρουσίασε ο Zimmermann. Οι μαθητές εκλήθησαν να ανακαλύψουν από μόνοι τους μέσα από εναλλασσόμενες μορφές ασκήσεων τους νέους γραμματικούς κανόνες καθώς και τη σημασία των τροπικών ρημάτων με τη βοήθεια της επαγωγικής μεθόδου. To επιλεγμένο για κάθε φάση του μαθήματος διδακτικό υλικό εξυπηρέτησε την ανάγκη ανάπτυξης επικοινωνιακών δεξιοτήτων, χωρίς να κουράζει τους μαθητές με υπερβολική διδασκαλία γραμματικών γνώσεων.
Επιπρόσθετα εξάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα από την προαναφερθείσα διδακτική εμπειρία, τα οποία ενισχύονται με τις απαντήσεις ενός ερωτηματολογίου σε ενήλικες και εφήβους μαθητές της Γερμανικής γλώσσας. Στόχος του ερωτηματολογίου είναι να δοθεί μια εικόνα για την κυρίαρχη τάση στη διδασκαλία της γραμματικής στο σημερινό ξενόγλωσσο μάθημα αλλά και κατά πόσο οι μαθητές δηλώνουν ευχαριστημένοι με τον τρόπο διδασκαλίας της γραμματικής.
Das Ziel dieser Arbeit ist darzulegen, welche Art der Grammatikvermittlung –explizit oder implizit- zu besseren Lernergebnissen führt und ob der traditionelle Grammatikunterricht zum effektiven und angenehmen Lernen der Grammatik beitragen kann.
Beim theoretischen Teil wird der Begriff der Grammatik definiert und danach folgt ein historischer Überblick der wichtigsten Grammatikvermittlungsmethoden und wie sie im Laufe der Jahre den Fremdsprachenunterricht beeinflusst haben. Die Grammatikübersetzungsmethode, die audiolinguale und audiovisuelle Methode, die direkte sowie die kommunikativ-pragmatisch orientierte Methode werden analysiert und mithilfe von Übungen dargestellt. Des Weiteren gehe ich auf Theorien über die Erwerbsmechanismen der Grammatik ein.
Der angewandte Teil prüft, wie und ob die im theoretischen Teil beschriebenen Annahmen und Prinzipien in die Praxis umgesetzt werden können. Zu diesem Zweck habe ich einen Unterricht mit erwachsenen Lernenden durchgeführt, in dem die Modalverben unterrichtet wurden. Den Unterricht habe ich gemäß den Prinzipien der Induktion und mithilfe des klassischen Phasenmodells von Zimmermann geplant. Die Lernenden mussten weitgehend selbstständig die Wissensstrukturen erarbeiten. Durch eine Reihe von Übungen und Aufgaben haben die Lernenden intuitiv bzw. imaginär die Bedeutung und Anwendung der Modalverben erworben. Das jeweils für jede Phase des Unterrichtsprozesses ausgewählte Material diente zur Entwicklung ihrer kommunikativen Fertigkeit, ohne anhand übermäßiger Regelerklärungen anzustrengen.
Anschließend werden aufschlussreiche Schlussfolgerungen aus dem Unterricht gezogen. Zusätzlich kann sich der Leser über den durchgeführten Unterricht hinaus mithilfe eines Fragebogens zur Erhebung bei Jugendlichen und Erwachsenen einen vollständigen Überblick über die Tendenz im heutigen Fremdsprachenunterricht und die Zufriedenheit der Lernenden zwei verschiedener Altersgruppen mit dem Maß an expliziter Grammatikvermittlung verschaffen.