Zur sprachbezogenen kognitivierung im fremdsprachenunterricht: die starke interface- position im fremdsprachenunterricht mit grundschulkindern: το δυνατό επίπεδο διάδρασης στη διδασκαλία ξένων γλωσσών με παιδιά δημοτικού
Γερμανική γλώσσα | Θεωρία του δυνατού επιπέδου διάδρασης | Γλωσσική επίγνωση
Ένα από τα σηµαντικότερα θέµατα στα πλαίσια της έρευνας για την εκµάθηση µιας ξένης γλώσσας είναι το ερώτηµα για την προώθηση της γλωσσικής επίγνωσης (sprachbezogene Kognitivierung) κατά την διδασκαλία της ξένης γλώσσας. Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό συνδέεται µε την αναγκαιότητα ή µε την µη αναγκαιότητα της σαφής και επεκταµένης διδασκαλίας της γερµανικής Γραµµατικής κατά την διάρκεια του µαθήµατος της ξένης γλώσσας. Ο προβληµατισµός της εργασίας απορρέει από το ερώτηµα, αν η σαφή και επεκταµένη διδασκαλία της γερµανικής Γραµµατικής µπορεί να εφαρµοστεί στο µάθηµα της γερµανικής γλώσσας στο ∆ηµοτικό σχολείο. Η θέση που υποστηρίζεται είναι, ότι η γραµµατική της ξένης γλώσσας µπορεί να αποκτηθεί γνωστικά, έτσι ώστε να υποστηριχθεί η γλωσσική επίγνωση δηλαδή η απόκτηση γραµµατικών γνώσεων. Στόχος, λοιπόν, της διπλωµατικής εργασίας είναι να αποδείξει, πως η γλωσσική επίγνωση στο ∆ηµοτικό είναι εφικτή, αν διδάσκεται η γραµµατική σύµφωνα µε την νεότερη θεωρία του δυνατού επιπέδου διάδρασης (starke interfacePosition), σύµφωνα µε τον διαχωρισµό του H. Raabe. Η διπλωµατική εργασία αποτελείται από δύο µέρη, ένα θεωρητικό και ένα πρακτικό. Στο θεωρητικό µέρος παρουσιάζονται οι θεωρητικές βάσεις για την υποστήριξη της γλωσσικής επίγνωσης. Στο πρώτο κεφάλαιο συγκεκριµένα προσπαθώ να αποδείξω την σηµασία της σαφής και εκτεταµένης διδασκαλίας της Γραµµατικής. Παράλληλα διευκρινίζονται θεωρητικοί όροι, που έχουν άµεση σχέση µε την διαδικασία της γλωσσικής συνειδητοποίησης, όπως οι όροι deklaratives/ explizites Wissen και prozedurales/ implizites Wissen, δηλαδή γνώση που αποκτά κανείς µετά από συνειδητή διδασκαλία της γραµµατικής ή αυτόµατα χωρίς την διδασκαλία της γραµµατικής. Στο δεύτερο κεφαλαίο παρουσιάζονται οι σηµαντικότερες θεωρίες που στρέφονται υπέρ ή κατά την διδασκαλία της Γραµµατικής, γνωστές και ως επίπεδα διάδρασης (interfacePositionen).Οι συγκεκριµένες θεωρίες ασχολούνται µε την σηµαντικότητα της Γραµµατικής στην εκµάθηση της ξένης γλώσσας. Στο κεφάλαιο αυτό αναφέρονται σηµαντικές θεωρίες, πάνω στις οποίες στηρίζεται η προσπάθεια µου να αποδείξω πως η διδασκαλία της Γραµµατικής είναι σηµαντική και για τους µαθητές του ∆ηµοτικού. Οι θεωρίες της Bialystok (1978), Anderson (1990, 1995), Pienemann (1989) και Schmidt(1995,2001) υιοθετούνται µερικά ή ολικά, για να αποδείξω την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της γερµανικής Γραµµατικής από το ∆ηµοτικό. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι σηµαντικότερες ατοµικοί, κοινωνικοί και διδακτικοί παράγοντες, που αποτελούν προϋποθέσεις για την διδασκαλία της Γραµµατικής. Στο πρακτικό µέρος της διπλωµατικής εργασίας, στο κεφάλαιο 4, παρουσιάζεται η σχεδίαση, η διεξαγωγή και η περιγραφή ενός δικού µου µαθήµατος Γραµµατικής στην ∆΄ ∆ηµοτικού, σύµφωνα µε την θεωρία του δυνατού επιπέδου διάδρασης (starke interface- Positionen). Η ανάλυση των αποτελεσµάτων των τεστ, όπως ακριβώς παρουσιάζονται στο κεφάλαιο αυτό, επιτρέπουν την διδασκαλία της Γερµανικής Γραµµατικής κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες. Τα γενικότερα αποτελέσµατα και συµπεράσµατα της έρευνας, κατά συνέπεια της διπλωµατικής εργασίας, παρουσιάζονται στο πέµπτο και τελευταίο κεφάλαιο. Τα αποτελέσµατα της έρευνας υποστηρίζουν τη γλωσσική επίγνωση και εποµένως τίθενται υπέρ της διδασκαλίας της Γερµανικής Γραµµατικής.
Hellenic Open University
Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.
Κύρια Αρχεία Διατριβής
Zur sprachbezogenen kognitivierung im fremdsprachenunterricht: die starke interface- position im fremdsprachenunterricht mit grundschulkindern: το δυνατό επίπεδο διάδρασης στη διδασκαλία ξένων γλωσσών με παιδιά δημοτικού - Identifier: 76632
Internal display of the 76632 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)