Α.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Βασικό σύστημα το οποίο διέπει την σύγχρονη παγκόσμια οικονομία είναι αυτό της ελεύθερης αγοράς, το οποίο είναι ένα σύστημα της οικονομίας της αγοράς, στο οποίο κατ’ αρχήν οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των προμηθευτών και των καταναλωτών και στο οποίο οι νόμοι και οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι απαλλαγμένες από οποιαδήποτε παρέμβαση από την εκτελεστική εξουσία ή και άλλη αρχή , αλλά ταυτόχρονα δεν λαμβάνει χώρα ούτε και μονοπωλιακός καθορισμός των τιμών.
Αυτό το χαρακτηριστικό διαφοροποιεί την ελεύθερη αγορά από την ρυθμιζόμενη αγορά, στην οποία συνήθως η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνει ενεργά στην προσφορά και τη ζήτηση μέσω διαφόρων μεθόδων που δεν υπακούν στους νόμους της αγοράς, όπως η θέσπιση νόμων για τη δημιουργία φραγμών εισόδου στην αγορά ή για τον καθορισμό των τιμών.
Αντίθετα στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών καθορίζονται ελεύθερα από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης στις οποίες επιτρέπεται να φτάσουν σε σημείο ισορροπίας χωρίς καμία παρέμβαση από την κυβερνητική πολιτική, και αυτό συνήθως συνεπάγεται στήριξη άκρως σε ανταγωνιστικές αγορές και την ιδιωτική ιδιοκτησία των παραγωγικών επιχειρήσεων.
Καθοριστικό ρόλο για την επίτευξη αυτής της ισορροπίας ασκεί ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός, που ιδιαίτερα στα πλαίσια του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης , έχει λάβει θα μπορούσαμε να πούμε, στα πλαίσια της Ιδρυτικής Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέση βασικής «Συνταγματικής Αρχής», υπό το πρίσμα της οποίας διερευνώνται πλείστες όσες οικονομικές ενέργειες , επιχειρήσεων αλλά και Κρατών ή Κρατικών Φορέων, οι οποίες προσβάλλουν είτε εν δυνάμει δύνανται να προσβάλλουν τον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό, ο οποίος έτσι αναγορεύεται σε μέσο εκπλήρωσης της αποστολής της Ένωσης, αφού συνδέεται κυρίαρχα με την εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς.
Στα πλαίσια αυτά οι αντιμονοπωλιακοί κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού της ΕΕ, απαγορεύουν στις επιχειρήσεις να συνάπτουν συμπράξεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Η απαγόρευση αυτή διατυπώνεται κυρίως στο άρθρο 101 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΣΛΕΕ ]. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της τρίτης μορφής απαγορευμένης σύμπραξης που προβλέπει η παρ. 1 του ως άνω άρθρου, αυτό της εναρμονισμένης πρακτικής, μορφή σύμπραξης η οποία έχει ιδιαίτερη δυσχέρεια σαφούς εννοιολογικής οριοθέτησης, όταν αυτή εντάσσεται ιδίως σε αγορές ολιγοπωλιακής δομής , αλλά και όταν πρέπει να διακριθεί από συναφείς έννοιες της αγοράς όπως αυτός της παράλληλης συμπεριφοράς, ενσυνείδητης και μη, όπως αυτές οι έννοιες οριοθετήθηκαν από την νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ, με την αποτελεσματική βοήθεια των οικείων θεωριών της οικονομικής επιστήμης, αλλά και διακρίβωσης της σε περίπτωση που υφίστανται υπόνοιες ύπαρξης της.
Η σχετική διεθνής εμπειρία αποδεικνύει το ιδιαίτερα δυσχερές της ανακάλυψης και θεμελίωσης της εναρμονισμένης πρακτικής , ως μορφή καρτελικής συμπεριφοράς, που προσβάλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Στα πλαίσια διερεύνησης της συμπεριφοράς αυτής των επιχειρήσεων, θα γίνει αποτύπωση του φαινομένου της εναρμονισμένης πρακτικής , δηλαδή αυτής της μορφής συντονισμού μεταξύ των επιχειρήσεων , που χωρίς να έχει εξιχθεί μέχρι την πραγματοποίηση μιας κατά κυριολεξία συμφωνίας, υποκαθιστά συνειδητά στην πράξη μία μορφή συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων σε βάρος του ανταγωνισμού.
Η σημασία του διερευνώμενου θέματος, είναι κεφαλαιώδης για το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, την προστασία του ενδοκοινοτικού εμπορίου, την προστασία της ελεύθερης οικονομίας, της κοινωνικής ευημερίας και ιδιαίτερα της προστασίας του καταναλωτή, αλλά και της προστασίας των παραγωγών εκείνων που δεν συμμετέχουν σε καρτελικές συμπράξεις, αφού οι μορφές της καρτελικής σύμπραξης διαρκώς εξελίσσονται , γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ανίχνευση της, αφού ειδικότερα στην περίπτωση της εναρμονισμένης πρακτικής ελλείπουν συνήθως τα αποδεικτικά στοιχεία , οπότε στις περιπτώσεις αυτές μόνο με την οικονομική ανάλυση μπορεί συμπερασματικά να καταδειχθεί ότι δεν υπάρχει άλλη λογική εξήγηση για το παρατηρούμενο φαινόμενο , παρά αυτό της εναρμονισμένης πρακτικής-σιωπηρής οριζόντιας σύμπραξης των επιχειρήσεων.
Στα πλαίσια της ως άνω έρευνας του καρτελικού φαινομένου της εναρμονισμένης πρακτικής θα αξιοποιηθεί και θα αξιολογηθεί η πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , η Ενωσιακή Νομολογία, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού προς διερεύνηση του εννοιολογικού περιεχομένου της εναρμονισμένης πρακτικής, την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων μέσω νομολογιακής έρευνας αποφάσεων των Δικαστηρίων της ΕΕ , με σκοπό να προσδιορισθεί και να ανιχνευθεί ενδελεχώς το ιδιαίτερα επαχθές αυτό φαινόμενο για την επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας.
Η μέθοδος συλλογής δεδομένων είναι μέσω έρευνας βιβλιογραφίας ελληνικής και διεθνούς, αρθρογραφίας , ελληνικής και διεθνούς σε περιοδικά και ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων στο διαδίκτυο, έρευνα δημοσιευμένων εκθέσεων και συλλογή και ερμηνεία Νομολογίας των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των αντίστοιχων προτάσεων του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΚ/ΔΕΕ, αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού καθώς και Νομολογίας Εθνικών και άλλων Δικαστηρίων της μελών της Ευρωπαϊκής ένωσης που έχουν ασχοληθεί με το σχετικό ζήτημα.
Η γενική μεθοδολογία διερεύνησης του οικείου προβλήματος θα ακολουθεί τον συνδυασμό αρχικά θέσης του προβλήματος, της θεωρητικής του ανάλυσης και της νομολογιακής του αντιμετώπισης από τα Δικαστήρια της ΕΕ.
Στα πλαίσια της προσέγγισης αυτής αρχικά θα γίνει ανάλυση της έννοιας του Ελεύθερου Ανταγωνισμού και θα οριοθετηθεί αυτή ιστορικά, θεωρητικά, νομοθετικά και νομολογιακά.
Στην συνέχεια θα αναλυθούν τα κυρίαρχα στοιχεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, με πρώτο αυτό της έννοιας της «επιχείρησης» και των «ενώσεων επιχειρήσεων», που αποτελούν τα υποκείμενα απαγόρευσης της συγκεκριμένης καρτελικής συμπεριφοράς, ενώ θα προσδιορισθούν και θα οριοθετηθούν οι έννοιες της σχετικής και γεωγραφικής αγοράς, εντός των οποίων οι επιχειρήσεις αναπτύσσουν την αντιανταγωνιστική συμπεριφορά τους.
Ακολούθως θα γίνει θεωρητική και πρακτική οριοθέτηση της έννοιας της εναρμονισμένης πρακτικής και θα επιχειρηθεί διάκριση αυτής από την λεγόμενη παράλληλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων, ενσυνείδητη και μη, μέσω αναφοράς νομολογιακών παραδειγμάτων, από όπου και θα καταφανεί το μέγεθος του προβλήματος, η δυσκολία δηλαδή εντοπισμού των εναρμονισμένων πρακτικών των επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερη σημασία θα δοθεί στην διερεύνηση του φαινομένου της εναρμονισμένης πρακτικής όταν αυτή εντάσσεται σε ολιγοπωλιακές δομές αγοράς και στα πλαίσια αυτής της διερεύνησης , θα γίνει ανάλυση στις οικείες οικονομικές θεωρίες , οι οποίες υποβοηθούν στην οριοθέτηση των ολιγοπωλιακών αγορών.
Η ύπαρξη πιθανών αντιανταγωνιστικών αποτελεσμάτων στην αγορά, σε σύνδεση με τον κανόνα de minimis, η οριοθέτηση των αποτελεσμάτων αυτών σε σχέση με έτερους δευτερεύοντες περιορισμούς ακολουθεί στην σχετική αναφορά. Στα σχετικά πλαίσια θα εξηγηθεί γιατί στα πλαίσια της ενωσιακής νομολογίας , δεν τυγχάνει εφαρμογής, ο αμερικανικής προελεύσεως κανόνας της λογικής Rule of Reason.
Το σημαντικό ζήτημα του επηρεασμού του ενδοκοινοτικού εμπορίου από την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής θα αποτελέσει στην συνέχεια ιδιαίτερο αντικείμενο ανάλυσης, στα πλαίσια του οποίου θα εξειδικευθούν θεωρητικά και νομολογιακά οι έννοια του εμπορίου και το κριτήριο του επηρεασμού του.
Σε σύνδεση με το ανωτέρω ζήτημα θα αναφερθούν και θα αναλυθούν οι κατ’ ιδίαν περιπτώσεις των απαγορευμένων συμπράξεων που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 101 παρ.1 ΣΛΕΕ και θα επεξηγηθεί η συνέπεια της απαγόρευσης τους.
Σημαντικό ζήτημα στην σχετική κανονιστική εμβέλεια της σχετικής διάταξης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ , είναι οι θεσπιζόμενες με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού εξαιρέσεις, από την σχετική απαγόρευση της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου. Στα πλαίσια αυτά θα γίνει αναλυτική επεξεργασία των κατ’ ιδία κριτηρίων εξαιρέσεως , με ιδιαίτερη αναφορά στο κριτήριο της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας , που προέρχεται από την οικονομική θεωρία και το οποίο τυγχάνει εφαρμογής από τα ενωσιακά δικαστήρια.
Η προσπάθεια θεμελίωσης της εναρμονισμένης πρακτικής, μέσω διαφόρων διευκολυντικών πρακτικών των επιχειρήσεων, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, μέσω συναντήσεων ανταγωνιστών και πως αυτές οι πρακτικές περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατ’ αντικείμενο ή κατ’ αποτέλεσμα ερευνάται διεξοδικώς με αναφορές σε συγκεκριμένα νομολογιακά παραδείγματα.
Στα πλαίσια αυτά θα αναδειχθεί η σημασία των εγγράφων για την θεμελίωση της σχετικής παράβασης του δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού .
Η εργασία θα ολοκληρωθεί αφενός με αναφορά στον σημαντικότατο Κανονισμό 1/2003 με τον οποίο θεμελιώνεται η δημόσια επιβολή των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, αφετέρου με την Οδηγία 2014/104/ΕΕ με την οποία θεμελιώνεται η ιδιωτική επιβολή των κανόνων του ανταγωνισμού, αμφότερες θα αναλυθούν σε σχέση με τα γενικότερα ζητήματα τα οποία εισάγουν και θα γίνει θεωρητική και νομολογιακή επεξεργασία τους ως προς το σημαντικό ζήτημα του βάρους απόδειξης στις σχετικές διαφορές που δημιουργούνται από τις αντιανταγωνιστικές συμπράξεις , όπως η εναρμονισμένη πρακτική.
Α.1 INTRODUCTION
The basic system governing the modern world economy is that of the free market, which is a market economy system in which, in principle, the prices of goods and services are freely established between suppliers and consumers and in which the laws and the forces of supply and demand are free from any interference by the executive or other authority, but at the same time no monopoly pricing occurs.
This feature differentiates the free market from the regulated market, in which the executive usually intervenes actively in supply and demand through various methods that do not comply with market laws such as the adoption of laws to create barriers to entry to the market or setting prices.
In contrast to the free market economy, the prices of goods and services are freely determined by supply and demand forces, which are balanced and allowed to reach equilibrium without any intervention by government policy, and this usually involves support in highly competitive markets and the private property of productive undertakings.
A decisive role for this balance is played by the free and undistorted competition, which, in particular within the context of European Union law, has been achieved in the context of the Constitutional Treaty of the European Union, and is a key constitutional principle in the light of which most economic activities, businesses, but also States or State Agencies are being scrutinised, which either infringe or are potentially capable of infringing free and undistorted competition, which is thus proclaimed a means of fulfilling the Union's mission, since it is predominantly linked to the establishment of the single market.
Against this background, the antitrust rules of EU free competition prohibit companies from entering into anti-competitive agreements. This prohibition is mainly laid down in Article 101 of the Treaty on the Functioning of the European Union [TFEU]. The purpose of this thesis is the study of the third form of prohibited partnership provided for in paragraph 1 of the above Article, that of a concerted practice, a form of partnership which has a particular difficulty in establishing a clear conceptual delimitation, especially when it is in particular an oligopolistic structure, and when it has to be distinguished from relevant market concepts such as parallel behaviour, conscious and unconscious, as these concepts have been delineated by the jurisprudence (case law) of EU courts, with the effective assistance of relevant theories of economics, as well as its verification in case there is a suspicion of existence.
The relevant international experience proves the particularly difficult discovery and foundation of concerted practice, as a form of cardinal behaviour that affects free competition.
In the context of investigating the conduct of these undertakings, there will be a depiction of the phenomenon of concerted practice, that is to say, this kind of coordination between undertakings, which, without having been inferred until a genuine agreement has taken place, deliberately replaces in practice a form of cooperation between undertakings at the expense of competition.
The importance of the matter being investigated is fundamental to the rule of free competition, the protection of intra-Community trade, the protection of the free economy, social well-being, and in particular consumer protection, but also the protection of producers who are not involved in cartels , since the forms of the cardinal partnership are constantly evolving, making it extremely difficult to detect it, especially since in the case of concerted practice, evidence is usually missing, so that only in the economic analysis can it be conclusive evidence that there is no other reasonable explanation for the phenomenon observed than that of the concerted practice of implied horizontal business undertakings.
In the context of the above-mentioned study of the cardinal phenomenon of the concerted practice, there will be utilised and evaluated the practice of the European Commission, the European Jurisprudence, the decisions of the European Commission for Competition to explore the conceptual content of the concerted practice, the assessment of the conduct of the undertakings through the case law study of EU Court of Justice rulings with the aim of identifying and detecting thoroughly this particularly burdensome phenomenon in order to achieve social prosperity.
Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.
Κύρια Αρχεία Διατριβής
Η Εναρμονισμένη Πρακτική των Επιχειρήσεων και το Ενωσιακό Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού. Περιγραφή: 127572 ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ.pdf..pdf (pdf)
Book Reader Πληροφορίες: ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Μέγεθος: 1.4 MB
Η Εναρμονισμένη Πρακτική των Επιχειρήσεων και το Ενωσιακό Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού. - Identifier: 6137
Internal display of the 6137 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)