Ο θεσμός των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας: παρελθόν, παρόν και μέλλον

The institution of Second Chance Schools: past, present and future (english)

  1. MSc thesis
  2. ΔΗΜΗΤΡΑ ΖΕΡΒΑ
  3. Εκπαίδευση Ενηλίκων (ΕΚΕ)
  4. 21 September 2024
  5. Ελληνικά
  6. 582
  7. ΛΕΥΘΕΡΙΩΤΟΥ, ΠΙΕΡΑ
  8. ΚΟΡΡΕ-ΠΑΥΛΗ, ΜΑΡΙΑ | ΓΑΛΑΤΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ-ΒΙΒΙΑΝ
  9. Εκπαίδευση Ενηλίκων, ενήλικοι εκπαιδευόμενοι, Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, Διευθυντές ΣΔΕ
  10. ΕΚΕ51 - Σχεδιασμός, Διοίκηση, Αξιολόγηση Προγραμμάτων Εκπαίδευσης Ενηλίκων
  11. 3
  12. 50
  13. 3
    • Τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας είναι ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα που εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της αναδυόμενης Κοινωνίας της Γνώσης ως μέτρο καταπολέμησης του αποκλεισμού και των διαρκώς αυξανόμενων ανισοτήτων και ανάπτυξης της αίσθησης του ανήκειν, αλλά και ως αντισταθμιστικό μέτρο αντιμετώπισης της σχολικής διαρροής. Το πρόγραμμα αυτό άρχισε να υλοποιείται το 1997, αλλά στην Ελλάδα το πρώτο σχολείο λειτούργησε το 2000. Απευθύνεται σε υποεκπαιδευμένους νέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στοχεύει στην απόκτηση από μέρους τους ικανοτήτων, δεξιοτήτων και στην ανάκτηση της αυτοπεποίθησής τους. Πέραν της προσωπικής τους όμως ανάπτυξης, συμβάλλει γενικότερα και στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα ειδικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου πληθυσμού-στόχου οφείλεται ο ανοιχτός, ευέλικτος και καινοτόμος χαρακτήρας του Προγράμματος Σπουδών του, αλλά και η ολιστική αντιμετώπιση των αναγκών των εκπαιδευομένων, καθώς στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας εφαρμόζεται η φιλοσοφία και οι αρχές της Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
      Σκοπός της παρούσας διπλωματικής έρευνας είναι να διερευνήσει τις απόψεις των Διευθυντών των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας όσον αφορά στη λειτουργία του θεσμού. Ειδικότερα αναζητά αν έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα η φιλοσοφία ίδρυσής τους και αν εξυπηρετούν τις ίδιες προσδοκίες ή έχουν επέλθει αλλαγές, εξαιτίας των οποίων έχει μεταβληθεί το προφίλ τόσο των εκπαιδευομένων όσο και των εκπαιδευτών. Σε αυτό το πλαίσιο στοχεύει να καταδείξει τυχόν εμπόδια που συνέβαλαν στη μεταβολή των συνθηκών λειτουργίας τους. Ζητά μάλιστα να επιβεβαιώσει την παραδοχή ότι η λειτουργία των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας οφείλει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις αρχές της Εκπαίδευσης Ενηλίκων και παράλληλα να επισημάνει τη σημασία του θεσμού στη σύγχρονη Εποχή της Πληροφορίας και της Κοινωνίας της Μάθησης. Τέλος στόχο έχει να καταθέσει τεκμηριωμένες προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας τους και την ανάδειξή τους σε φορείς υλοποίησης των αρχών της Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
      Για τη διεξαγωγή της έρευνας επελέγη η ποιοτική προσέγγιση με εργαλείο την ημιδομημένη συνέντευξη, καθώς ζητούμενο είναι η κατανόηση της λειτουργίας των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας στο πλαίσιο της ολότητας του κοινωνικοπολιτικού βίου, μέσω της καταγραφής των προσωπικών βιωμάτων και της οπτικής των υποκειμένων της έρευνας.
      Από τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώνεται ότι τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας αντιμετωπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με την υποστελέχωση, την έλλειψη επιμόρφωσης, την υποχρηματοδότηση και την έλλειψη επαρκούς υποστήριξης από την Πολιτεία. Έτσι ο θεσμός φθίνει και τείνει να οδηγηθεί σε τυπικοποίηση. Ωστόσο, παρά τις αλλαγές στο προφίλ των εκπαιδευομένων και παρόλα τα προβλήματα, εξακολουθεί να προσφέρει απαραίτητες για τη σύγχρονη εποχή γνώσεις και να αναπτύσσει δεξιότητες και στάσεις ζωής στους εκπαιδευομένους του, τους οποίους εντάσσει στην εκπαίδευση και ακολούθως στην αγορά εργασίας. Παράλληλα τους προσφέρει ψυχολογική ενδυνάμωση και συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση αλλά και στην πολιτικοποίησή τους υπό την ευρύτερη έννοια. Για όλους αυτούς τους λόγους θα έπρεπε να χαίρει αναγνώρισης και να αποτελεί παράδειγμα καλών πρακτικών και για την τυπική εκπαίδευση.
      Τα συμπεράσματα που προκύπτουν θα μπορούσαν ενδεχομένως να φανούν χρήσιμα στη Γενική Γραμματεία Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης, που είναι ο φορέας οργάνωσης και εποπτείας της λειτουργίας των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας, αλλά και στο Ίδρυμα Νεολαίας και Διά Βίου Μάθησης, που έχει την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης αυτών των σχολείων. Σε κάθε περίπτωση η παρούσα διπλωματική εργασία φιλοδοξεί να αποτελέσει έναυσμα για περαιτέρω έρευνα σχετικά με την ιστορική εξέλιξη αλλά και τη σημερινή κατάσταση του θεσμού.
    • Second Chance Schools is a European programme devised by the European Committee in the context of the emerging Society of Knowledge as a measure for the prevention of exclusion and ever-increasing inequality and for strengthening of the feeling of belonging, as well as a compensatory measure of addressing school dropout. The programme was implemented in 1997, but the first school operated in Greece in 2000. It is orientated towards undertrained young people of the European Union and is directed to their acquisition of abilities, skills and the regaining of their self-esteem. Apart from their self-improvement it contributes to the promotion of the social cohesion of the EU Member States. The open, flexible and innovative character of its Study Programme and the holistic approach of the prospective trainees’ needs are due to the special features of this particular target population as the philosophy and the principles of Adult Education are implemented in the Second Chance Schools.
      The objective of this thesis is to explore the points of view of the Managers of the Second Chance Schools in regard to the function of the operational body. In particular, it examines whether the founding philosophy is continued to date serving the same expectations or changes have occurred, altering the profile of the trainees and the trainers, as well. Ιn this context, it aims to highlight possible obstacles that have contributed to the changing of operating circumstances. It expects to confirm the assumption that the operation of the Second Chance Schools must be inextricably linked to the principles of Adult Education and at the same time to point out the importance of the institution at the modern Era of Information and Learning Society. Finally, its target is to submit documented proposals for their functional improvement and their elevation to managing bodies of the principles of Adult Education.
      The qualitative approach was selected for the conduct of the research with the method of semi-structured interviews as the objective is the comprehension of the operation of the Second Chance Schools in the context of the social and civic life entirety via the recording of the personal experiences and the perspective of the subjects under research.
      The results establish that the Second Chance Schools face problems concerning understaffing, lack of training, underfunding and lack of sufficient support from the State. So the institution decreases and tends to be a pro forma. However, even though there are changes in the profile of the trainees and despite the problems, it continues to offer necessary modern knowledge and develops skills and life attitudes in its students integrating them in education and subsequently in the labour market. At the same time it provides psychological empowerment and contributes to their socialisation and politicisation in a broader sense. Therefore, it should be regarded highly and serve as a model example of good practice for the formal education, too.
      The generated conclusions might be useful for the General Secretariat of Vocational Education, Training and Lifelong Learning, the operational body of the organisation and surveillance of the Second Chance Schools, as well as for the Institute of Youth and Lifelong Learning, responsible for the economic management of these schools. In any case, this thesis aspires to initiate further research about the historical evolution and the current status of the institution.
  14. Hellenic Open University
  15. Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.