Ο χρόνιος μυοπεριτονιακός πόνος (ΧΜΠ) αποτελεί μια κατάσταση πόνου που επιφέρει αισθητή μείωση της λειτουργικότητας των ατόμων και αρνητική επίδραση της ποιότητας ζωής τους. Η πλημμελής θεραπευτική διαχείρισή του έχει ως συνέπεια την εργασιακή αναποτελεσματικότητα των ασθενών και τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο όχι μόνο στους ίδιους αλλά και στα συστήματα υγείας. Προκαλείται από την παρουσία μυοπεριτονιακών σημείων πυροδότησης και την δυσλειτουργία της εν τω βάθει περιτονίας. Το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων μπορεί να τον βιώσει σε οποιαδήποτε ηλικία καθώς και η αναποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπισή του αποτέλεσαν το εναρκτήριο λάκτισμα για την συγγραφή της παρούσας εργασίας. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να συμβάλει στην κατανόηση της σωστής ταξινόμησης του ΧΜΠ, καθώς θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκληρωμένη και αποτελεσματική διαχείριση του, λαμβάνοντας υπόψη τους βιοψυχοκοινωνικούς παράγοντες του ασθενή. Ο συγκεκριμένος πόνος χαρακτηρίζεται από την υπερευαισθητοποίηση τόσο του περιφερικού όσο και του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν αποτελεί πρωτογενή διάγνωση εξάγεται το συμπέρασμα ότι ανήκει στην κατηγορία του χρόνιου αλγαισθητικού πόνου. Επίσης, όταν αποτελεί συνοδή πάθηση τότε θεωρείται ότι ανήκει στην κατηγορία του μεικτού πόνου. Για την αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση συστήνεται η έναρξή της με τεχνικές για την απελευθέρωση των μυοπεριτονιακών «κόμπων», διευκολύνοντας την καλύτερη αιματική κυκλοφορία και συνεπώς την αύξηση του οξυγόνου, την ποιότητα του μεταβολικού υποστρώματος στα συγκεκριμένα σημεία, καθώς και την απομάκρυνση της ποσότητας των μεταβολιτών. Τα οφέλη των παραπάνω τεχνικών θα βοηθήσουν στην δυνατότητα εφαρμογής κινησιοθεραπείας, που αποσκοπεί στην διόρθωση της δομικής ή της μηχανικής ανισορροπίας που τυχόν προκάλεσε το σχηματισμό των μυοπεριτονιακών σημείων πυροδότησης. Συμπερασματικά, αφού ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα βιολογικά και ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου-ασθενή, απαιτείται ένας συνδυασμός επεμβατικών και μη επεμβατικών μεθόδων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η κινησιοθεραπεία με τις αναγνωρισμένες μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ωφέλειές της.
The chronic myofascial pain is a pain condition that brings about a noticeable reduction in people’s functionality and quality of life. The ineffective management of this pain results in a person’s inefficiency at workplace and has an enormous economic impact on both the workers and the health systems. It is caused by the presence of myofascial trigger points and the dysfunction of deep fascia. The fact that a high number of people in the world may experience myofascial pain at any age sometime in their lifetime and its inadequate treatment, was the starting point of the present academic work. The aim of the current study is to enhance the understanding of the appropriate classification of the chronic myofascial pain as it is a necessary condition for its integrated management, taking into account the patient’s biopsychosocial factors. This specific pain is characterized by hypersensitization of both the peripheral and central nervous system and when it is a primary diagnosis, it is concluded that it is classified as chronic nociceptive pain. In addition, when it is a comorbidity then it is categorized as mixed pain. For its effective treatment it is recommended to start using techniques for deactivating the myofascial trigger points in order to improve blood circulation, therefore increase the oxygen levels, the quality of metabolic substrate at the specific points and the removal of metabolites. The benefits of the techniques used will help with the application of kinesiotherapy, which aims at correcting the structural and mechanical irregularities that may have caused the formation of trigger points. In conclusion, a combination of invasive and non-invasive therapies is required, with the condition that it includes kinesiotherapy for its universally accepted medium term and long term benefits, considering each patient’s biological and psychosocial characteristics.