Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση των αντιλήψεων καθηγητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αναφορικά με το θέμα της εφηβικής επιθετικότητας στο σχολικό περιβάλλον, ένα φαινόμενο με έντονη παρουσία τα τελευταία χρόνια. Τα κύρια σημεία της έρευνας διαρθρώθηκαν γύρω από την καταγραφή των απόψεων των καθηγητών σχετικά με το φαινόμενο και τις μορφές του, την αναζήτηση των αιτιών και των επιπτώσεων αλλά και την ανάδειξη πιθανών παρεμβάσεων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι καθηγητές λόγω των βιωμάτων και της καθημερινής αλληλεπίδρασής τους με παιδιά αποτελούν τους πλέον αρμόδιους για τη συγκέντρωση υλικού για το προς διερεύνηση θέμα. Το δείγμα αποτέλεσαν 8 γυναίκες εκπαιδευτικοί διαφόρων ειδικοτήτων, από δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, με προϋπηρεσία τουλάχιστον εννέα ετών, και η επιλογή του πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο της βολικής δειγματοληψίας. Τα δεδομένα της έρευνας προσεγγίστηκαν ποιοτικά μέσω ημι-δομημένης συνέντευξης. Τα ευρήματα, σε γενικές γραμμές, συμφωνούν με εκείνα παρόμοιων ερευνών, με εξαίρεση κάποιες μικρές αποκλίσεις. Διαπιστώθηκε πως οι εκπαιδευτικοί είναι γνώστες της σχολικής επιθετικότητας και των τρόπων που εκδηλώνεται, αν και συχνά τη συγχέουν με τον σχολικό εκφοβισμό, και πως οι πιο κοινές μορφές της είναι η λεκτική, η σωματική και η ψυχολογική, με τη λεκτική να κυριαρχεί. Υπεύθυνοι για το φαινόμενο θεωρήθηκαν οι γονείς και το πλαίσιο διαπαιδαγώγησης, η τηλεόραση και σε μικρότερο βαθμό η προσωπικότητα των μαθητών, η δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας και η κοινωνία. Οι στρατηγικές διαχείρισης που προτάθηκαν ήταν η ενθάρρυνση του διαλόγου, η ομαδική εργασία, η επιβράβευση καθώς επίσης και η επιβολή ποινών. Σε επίπεδο σχολικής μονάδας συστήθηκε η συλλογική δράση των εκπαιδευτικών, η συνεργασία του σχολείου με την οικογένεια και με τους δήμους και η τοποθέτηση ειδικών στα σχολεία. Τα ευρήματα αναμένεται να συμβάλουν βοηθητικά ώστε η πολιτεία αλλά και η εκπαιδευτική κοινότητα να συνεργαστούν για την καλύτερη πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.
Λέξεις-κλειδιά: σχολική επιθετικότητα, έφηβοι, Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ποιοτική προσέγγιση.
The aim of this study is the investigation of the views of secondary school teachers on the issue of adolescent aggression in the school environment, a phenomenon with a strong presence during the last years. The main points of the research were structured around the recording of teachers' views on the phenomenon and its forms, the search for the causes and the effects and the emergence of possible interventions individually and collectively. Secondary school teachers due to their experiences and their daily interaction with children, are the most suitable for extracting material on the particular subject. The sample consisted of 8 female teachers of different specialties, from public and private schools, with at least nine years of experience and was selected using the convenient sampling method. The survey data were approached qualitatively through semi-structured interview. The findings, in general, are compatible with those of similar researches, with the exception of some minor deviations. It was revealed that teachers have knowledge of school aggression and its types, although they often confuse it with school bullying, and that the most prevalent forms are verbal, physical and psychological aggression, with verbal the most dominant. Responsible for the phenomenon were considered parents and television, and to a lesser extent, students’ personality, the difficult economic situation of the country and the society. The strategies proposed were to encourage dialogue, teamwork, reward and punishment. At the school level, was proposed teachers’ common acting, the collaboration between the school, family and the municipality and the presence of psychologists at the schools. The findings are expected to help the state and the educational community to cooperate in order to prevent and confront school aggression.
Keywords: school aggression, adolescents, secondary education, qualitative approach.