Βασιλεία ΙΙ : χαρακτηριστικά και επιπτώσεις στο παγκόσμιο και ελληνικό τραπεζικό σύστημα

  1. MSc thesis
  2. ΚΟΥΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑ
  3. Τραπεζική (ΤΡΑ)
  4. 2007 [2007]
  5. Ελληνικά | Αγγλικά
    • ΠΕΡΙΛΗΨΗ (στα ελληνικά)Το θεσμικό πλαίσιο για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων, αρχικά, προέβλεπε τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη μόνο του πιστωτικού κινδύνου, μέσω του συντελεστή φερεγγυότητας (Βασιλεία Ι). Ως συντελεστής φερεγγυότητας ορίστηκε ο λόγος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων της Τράπεζας προς το άθροισμα των σταθμισμένων εντός και εκτός ισολογισμού στοιχείων του ενεργητικού, εξαιρουμένων των στοιχείων του εμπορικού χαρτοφυλακίου (ΠΔΤΕ 1313/88 και 2054/92). Ως ελάχιστη τιμή για το συντελεστή καθορίστηκε το 8%.Ο τρόπος υπολογισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων τροποποιήθηκε με την ΠΔΤΕ 2397/96, προκειμένου να συμπεριληφθεί και η κάλυψη για τον κίνδυνο αγοράς.Ειδικότερα, ορίστηκε ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, ο οποίος αποτελεί το λόγο των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων της Τράπεζας προς το σύνολο των εντός και εκτός ισολογισμού στοιχείων του ενεργητικού, σταθμισμένων, όχι μόνο ανάλογα με τον αναλαμβανόμενο πιστωτικό κίνδυνο, αλλά και τον κίνδυνο αγοράς. Ελάχιστη τιμή για το δείκτη παρέμεινε το 8%.Οι εξελίξεις όμως, στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα επέβαλλαν περαιτέρω τροποποίηση του ισχύοντος πλαισίου και την καθιέρωση νέων εποπτικών κανόνων (ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ).Η Βασιλεία ΙΙ αποτελεί τη σημαντικότερη παρέμβαση στην εποπτεία των τραπεζών των τελευταίων ετών και αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη συμπεριφορά των τραπεζών και των εποπτικών αρχών. Η Βασιλεία ΙΙ είναι η κωδικοποιημένη ονομασία του Νέου Πλαισίου κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή ´Ένωση με τις Οδηγίες 2006/48/EC και 2006/49/EC. Το τρέχον πλαίσιο (ΒΑΣΙΛΕΙΑ Ι) είχε πολλές θετικές επιπτώσεις στην ευρωστία των τραπεζών καθώς οδήγησε σε αύξηση της κεφαλαιακής τους βάσης. Ήταν όμως ένα τυποποιημένο σύστημα που επέτρεπε μικρές διαφοροποιήσεις κατά τράπεζα και δεν κάλυπτε τις καινοτομίες που παρουσιάστηκαν στην αγορά (π.χ τιτλοποίηση, πιστωτικά παράγωγα).Το πεδίο όμως που δεν κάλυπτε ικανοποιητικά, γεγονός που αποτέλεσε τη βασικότερη αιτία της αναμόρφωσης, ήταν η μη αποτελεσματική διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου.Το νέο πλαίσιο εισάγει ριζικές μεταβολές στον τομέα αυτό και χρησιμοποιεί τη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας ως κριτήριο διαφοροποίησης. Προβλέπει δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις για την αποτελεσματική διάκριση της επικινδυνότητας. Με βάση την πρώτη προσέγγιση (τυποποιημένη μέθοδος), η εκτίμηση της επικινδυνότητας εξαρτάται από τις εξωτερικές διαβαθμίσεις, δηλαδή αυτές που δημοσιοποιούν οι εξειδικευμένες εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (π.χ Moody's, S,P κ.λ.π).Εναλλακτικά οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων αναπτύσσοντας συστήματα διαβάθμισης για τους πιστούχους του χαρτοφυλακίου τους. Σε αυτή τη περίπτωση κάθε τράπεζα πρέπει να οργανώσει ένα σύστημα ταξινόμησης των πιστούχων της σε βαθμίδες επικινδυνότητας. Εκτός από τον πιστωτικό κίνδυνο το νέο πλαίσιο απαιτεί κεφάλαια και για τον λειτουργικό κίνδυνο που αντιμετωπίζει μία τράπεζα. Ο λειτουργικός κίνδυνος ορίζεται ως ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που οφείλονται σε μη αποτελεσματικές διαδικασίες, μη αποτελεσματικά συστήματα, τον ανθρώπινο παράγοντα καθώς και εξωτερικά γεγονότα. Η έλλειψη ιστορικών στοιχείων καθώς και η φύση του λειτουργικού κινδύνου καθιστούν την ποσοτικοποίησή του ιδιαίτερα δύσκολη. Ο τρόπος υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων αναλύεται διεξοδικά στον Πυλώνα Ι του νέου πλαισίου. Επίσης σημαντική καινοτομία είναι η διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης που περιγράφεται στον Πυλώνα ΙΙ. Τέλος ο Πυλώνας ΙΙΙ εστιάζεται στην πειθαρχία στις δυνάμεις της αγοράς, η οποία επιτυγχάνεται με τη δημοσιοποίηση στοιχείων για τα χαρακτηριστικά κινδύνου των τραπεζών.
  6. Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.