Τυπικές και άτυπες μορφές πολιτιστικής διαχείρισης στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης (2008-2016): συγκριτική μελέτη για την πολιτιστική βιωσιμότητα.

Typical and non-typical forms of cultural management in Greece at the recession era (2008-2016): A Comparative Study on cultural sustainability in Greece. (Αγγλική)

  1. MSc thesis
  2. ΑΣΠΙΩΤΗ, ΜΑΡΙΑ
  3. Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων (ΔΠΜ)
  4. Οκτώβριος 2016 [2016-10]
  5. Ελληνικά
  6. 157
  7. Τσουρβάκας, Γεώργιος, Αναπλ. Καθηγητής ΑΕΙ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
  8. Γκαντζιάς, Γεώργιος, Καθ. Πολιτιστικής Πολιτικής & Διοίκησης Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο | Κορρές, Γεώργιος, Καθηγητής ΑΕΙ, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
  9. πολιτιστική βιωσιμότητα | cultural sustainability | αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι | self-managed social centres | πολιτιστικά δίκτυα | cultural networks | ομότιμες οικονομίες | peer-to-peer (P2P) economies
  10. 2
  11. 34
  12. 64
  13. Περιέχει: σχήματα, εικόνες, πίνακες
  14. Αθανασοπούλου, Α., Δάλλας, Κ., Μακρή, Α., Χαμπούρη-Ιωαννίδου, Αικ. (2003). Πολιτιστική Επικοινωνία. Μέσα Επικοινωνίας, τομ. Β
    • Το πολιτιστικό τοπίο είναι ένας δυναμικά αναπτυσσόμενος χώρος, ευαίσθητος στις κοινωνικο-πολιτικές, οικονομικές, τεχνολογικές και περιβαλλοντικές μεταβολές. Οι συνθήκες στο μικρό και μακρό περιβάλλον των συμετεχόντων (stakeholders) στον πολιτισμό τα τελευταία χρόνια εξαιτίας – σε μεγάλο βαθμό – στην οικονομική, πολιτιστική και ανθρωπιστική κρίση διεθνώς, έχουν επιβάλει αφενός αλλαγή στην άσκηση της πολιτιστικής διαχείρισης γενικότερα και, στο ρόλο του μουσείου ως παραγωγό πολιτισμού ειδικότερα, και αφετέρου, αναθεωρημένες σχέσεις τόσο με το κοινό τους όσο και με το πολιτιστικό προϊόν και έχουν προτάξει το ζήτημα της βιωσιμότητας των πολιτιστικών οργανισμών. Από την άλλη, παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση τα τελευταία χρόνια – στην Ελλάδα ειδικότερα αλλά και σε διεθνές επίπεδο – της παραγωγής πολιτιστικού προϊόντος και μετάδοσης της γνώσης στο πλαίσιο και εξωθεσμικών κοινωνικών χώρων – όπως οι αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι (ΑΚΧ), οι ανεξάρτητες ομάδες πολιτισμού, τα κοινωνικά στέκια ακόμα και οι καταλήψεις δημοτικών εγκαταλελειμένων χώρων. Η παρούσα εργασία στοχεύοντας να συμβάλει στην επιστημονική έρευνα για την πολιτιστική βιωσιμότητα στην Ελλάδα, διερευνά σε συγκριτική μελέτη τις τυπικές και άτυπες μορφές πολιτιστικής διαχείρισης από την αρχή της οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα έως την περίοδο εκπόνησης της εργασίας (2008-2016) και συζητά την αποτελεσματικότητά τους ως δείκτη της βιωσιμότητάς τους, με έμφαση σε συνθήκες όπως αυτές που έχει διαμορφώσει η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών στην Ελλάδα. Για το σκοπό της έρευνας μελετήθηκαν στον επιτρεπτό βαθμό (α) τυπικοί οργανισμοί πολιτιστικής διαχείρισης στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης (2008-2016), δημόσιοι και ιδιωτικοί, με έμφαση στα μουσεία, (β) οι δικτυώσεις μουσείων και πολιτιστικών οργανισμών, με έμφαση στο Δίκτυο Μουσείων και Πολιτιστικών Οργανισμών Αθήνας και στην «Κίνηση των 5 Μουσείων» στη Θεσσαλονίκη και, (γ) Αυτοδιαχειριζόμενοι Κοινωνικοί Χώροι, Πολιτιστικές διαδρομές, Ανεξάρτητες Πολιτιστικές Ομάδες και Καταλήψεις ως αντιπροσωπευτικές τυπολογίες πολιτιστικής διαχείρισης που δραστηριοποιούνται παράγοντας πολιτιστικό προϊόν και υπηρεσίες στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2008-2016, θεσμικά ή εξωθεσμικά. Σκοπός της μελέτης είναι να παρουσιάσει και να συγκρίνει αυτές τις τυπολογίες και τα μοντέλα πολιτιστικής διαχείρισης που υιοθετούν ως απάντηση στην αντιμετώπιση της οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης της εποχής μας για να δείξει πιο από αυτά τα μοντέλα πολιτιστικής διαχείρισης είναι περισσότερο βιώσιμο στις συγκεκριμένες συγκυρίες και μπορεί ίσως να αποτελέσει πρότυπο πολιτιστικής διαχείρισης στο νέο τοπίο του πολιτισμού. Τα ερευνητικά ερωτήματα που διερευνήθηκαν αφορούν τα εξής (α) Αποτελούν οι άτυπες μορφές πολιτιστικής διαχείρισης ανταγωνιστή για τις τυπικές μορφές στην Ελλάδα σήμερα;, (β) Το σύγχρονο μοντέλο πολιτιστικής διαχείρισης με βάση το στρατηγικό μάνατζμεντ στα μουσεία είναι περισσότερο βιώσιμο από το μοντέλο αστικής συλλογικότητας που προτείνει ο Lord ή από το μοντέλο της ομότιμης παραγωγής του Bauwens; (γ) Η δικτύωση αποτελεί επιτυχή διέξοδο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην αγορά του πολιτισμού; (δ) Ένα μοντέλο υβριδικού τύπου που να συνδυάζει τις αρχές της παραδοσιακής πολιτιστικής διαχείρισης, του στρατηγικού μάνατζμεντ και του εθελοντισμού μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου επιτυχημένα σε τυπικές και άτυπες μορφές πολιτιστικής διαχείρισης; Μεθοδολογικά, η συγκριτική μελέτη στην παρούσα εργασία συνδυάζει την περιγραφική έρευνα και την επεξηγηματική έρευνα. Υποκείμενα της μελέτης είναι ενδεικτικές δομές και συλλογικές δράσεις στο χώρο του πολιτισμού. Ως βασική παράμετρος επιδρώσα στην αλλαγή παραδείγματος στην πολιτιστική διαχείριση στην Ελλάδα αλλά και στην ανάδυση των άτυπων μορφών πολιτιστικής διαχείρισης, λήφθηκε η βαθιά δημοσιονομική οικονομική κρίση των τελευταίων ετών στην Ελλάδα. Για τη συλλογή δευτερογενών δεδομένων επιλέχθηκε (α) η βιβλιογραφική και δικτυογραφική επισκόπηση, (β) η παρακολούθηση συνεδρίων με σχετική θεματολογία, (γ) η επισκόπηση οπτικοακουστικού (βίντεο) και έντυπου υλικού (πρακτικά συνεδρίων, μανιφέστα κ.α.) και για τη συλλογή πρωτογενών δεδομένων (i) η δια ζώσης και επιτόπια προσυμφωνημένη συνέντευξη με στελέχη της διοίκησης, με το προσωπικό και με το κοινό των οργανισμών/ομάδων υπό μελέτη και με ειδικούς του χώρου και, (ii) η συμπλήρωση ερωτηματολογίων. Τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνουν (α) ερωτηματολόγια ερωτήσεων ανοιχτού τύπου, (β) ερωτηματολόγια που συντάχθηκαν ειδικά για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας: (i) βασισμένα σε τεκμηριωμένα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται ειδικά για τις έρευνες σε μουσεία και, (ii) ερωτηματολόγια που συντάχθηκαν ειδικά για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης, τα οποία (α) διανεμήθηκαν κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, και (β) αναρτήθηκαν με πρόσκληση σε επιλεγμένες ομάδες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook) κατά προτίμηση σε ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος που έχουν σχέση με τη μουσειολογία και τον πολιτισμό. Τα τελευταία αποτελούν το δείγμα μας για την Έρευνα Κοινού. Το δείγμα των ερωτηθέντων περιλαμβάνει: 1ον. μια στοχευμένη ομάδα «στελέχη-διαχειριστές» (δείγμα ευκολίας) στις υπό εξέταση μελέτες περίπτωσης και, 2ον. την ομάδα «κοινό-καταναλωτές» που αποτελείται από τυχαιοποιημένο δείγμα του στατιστικού πληθυσμού (study population) με δειγματοληπτικό πλαίσιο (sampling frame) το μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε Ανάλυση SWOT για να διαπιστωθεί η δυναμική της κάθε μορφής πολιτιστικής διαχείρισης στον υπό εξέταση οργανισμό/συλλογική δράση/ομάδα. Ακολούθησε ερμηνεία των αποτελεσμάτων της ποιοτικής και ποσοτικής Έρευνας Κοινού, ενώ για τη μέτρηση της αποδοτικότητας κάθε τυπολογίας υιοθετήθηκε το μοντέλο του Kaplan. Η έρευνα κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: (1) κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα (2008-2016) δραστηριοποιούνται ανταγωνιστικά αλλά και σε ένα βαθμό συμπληρωματικά διαφορετικές τυπολογίες πολιτιστικής διαχείρισης οι οποίες εμπίπτουν τόσο σε θεσμικό όσο και σε εξω-θεσμικό πλαίσιο, (2) μεγαλύτερη βιωσιμότητα εξασφαλίζουν εκείνα τα μοντέλα πολιτιστικής διαχείρισης που βασίζονται στη διείσδυση σε ευρύτερο κοινό, σε εναλλακτικές πηγές εσόδων, σε συμμετοχή στην κοινωνική ανάπτυξη, στην καινοτομία και στην παροχή νέου περιεχομένου και υπηρεσιών, (3) σημαντικό ρόλο-κλειδί για τη βιωσιμότητα και την οικονομική ανάπτυξη της πολιτιστικής μονάδας κατέχει το ανθρώπινο κεφάλαιο, (4) γενικά η «αλλαγή παραδείγματος» στην πολιτιστική διαχείριση στους τυπικούς πολιτιστικούς οργανισμούς είναι ορατή από το κοινό τους και απηχεί θετικά σε αυτό. Εντούτοις χρειάζεται να γίνουν αρκετά ακόμα μέχρι να ικανοποιηθούν πλήρως οι απαιτήσεις του κοινού. Άρα η στρατηγική της εξωστρέφειας και της καινοτομίας φαίνεται ότι λειτουργούν στις τυπικές μορφές πολιτιστικής διαχείρισης και ήδη κάνουν τη διαφορά σε σχέση με προηγούμενα μοντέλα που χρησιμοποιούνταν, (5) η επικοινωνιακή στρατηγική των δικτύων μουσείων δεν λειτουργεί όπως πρέπει καθώς το κοινό και μάλιστα το ενημερωμένο κοινό δεν γνωρίζει την ύπαρξη ούτε το σκοπό δημιουργίας τους, (6) σε αντίθεση με τα δίκτυα μουσείων και πολιτιστικών οργανισμών, το κοινό είναι περισσότερο ενήμερο, ευαισθητοποιημένο και ενεργό ως προς την ύπαρξη, το σκοπό και τις δράσεις των συλλογικοτήτων, των αυτοδιαχειριζόμενων κοινωνικών κέντρων, των εναλλακτικών ανεξάρτητων ομάδων πολιτισμού ακόμα και των καταλήψεων με πολιτιστικό έργο, (7) οι μη τυπικές μορφές πολιτιστικής διαχείρισης αποτελούν εν δυνάμει ανταγωνιστές των τυπικών μορφών, (8) Το μοντέλο αστικής συλλογικότητας είναι περισσότερο βιώσιμο καθώς μπορεί να εφαρμοστεί ευκολότερα και καθολικά σχεδόν σε όλες τις τυπολογίες που εξετάζουμε στην παρούσα εργασία αν και με περιορισμούς που θα μπορούσαν να συζητηθούν σε μια μελλοντική έρευνα. Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε εκτός όλων των άλλων την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση σε επιμέρους στοιχεία και συγκρίσεις των βιώσιμων μοντέλων πολιτιστικής διαχείρισης στο τοπίο του Πολιτισμού στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης.
    • Cultural landscape is a dynamic space constantly evolving; a space highly susceptible to socio-political, economic, technological and environmental changes. During the last years, conditions in the micro- and macro-environment of stakeholders in Culture – due to the financial, cultural and humanitarian crisis among others – have urged a shift to the way cultural management is applied in general and in museums in particular, promoting a new profile of the Museum regarding the production of cultural good and services as well as revised relations of the latter with its audience. Such conditions have nowadays more than ever brought into debate the issue of cultural organizations’ sustainability and sustainable growth. On the other hand, crisis has given ground to an increasing trend in Greece and worldwide according to which cultural product and knowledge is being produced and delivered more and more in the context of non-institutional units too, such as self-managed social centres, independent artistic groups, collectivities and occupations of public urban abandoned spaces. This paper aiming to contribute to the research on cultural sustainability in Greece, examines by means of a comparative study the typical and non-typical forms of cultural management in Greece from the outburst of the recession in 2008 till 2016 discussing also their effectiveness and efficiency as indices for their sustainability with emphasis on the conditions developed by last years’ recession in Greece. For research purposes we studied to the permissible extent (a) organizations of typical cultural management - both public and private – being in operation in Greece during the recession period (2008-2016) with an emphasis on museums, (b) the networking of museums and other cultural organizations in Greece being active during the same period focusing mostly to the Network of Museums and Cultural Organizations in Athens and the “5 Museums Movement” in the city of Thessaloniki and, (c) the Self-managed Social Spaces, Cultural Routes, Independent Artistic Groups and Collectivities as well as Occupations as the representative typologies of cultural management activating in the Greek cultural landscape producing cultural good and offering cultural and educational services from 2008-2016 both in an institutional and non-institutional context. The scope of the present study is to present and compare these typologies and models of cultural management adopted by the examined structures considering them as the response of the subjects controlled to the financial and cultural crisis of our era and to show which one of these cultural management models would be more sustainable under the current trends and whether that one could also stand for a new pattern of cultural management in the modern landscape of Culture. Our research questions posed consist in (a) Can non-typical forms of cultural management in Greece today be considered as competitors to the typical ones?, (b) Is the contemporary model of cultural management based on strategic management and adopted more and more by the museums nowadays more sustainable from the model of urban collectivity proposed by Lord or from the model of peer productivity of Bauwens?, (c) Is networking in culture a safe and successful way-out for facing recession in the cultural market?, (d) Would a hybrid model of cultural management combining the principles of traditional cultural management with strategic management and voluntarism be applied with success equally in the typical and non-typical forms of cultural management?. Methodologically, our comparative study combines descriptive research with explanatory research. Subjects of our research are indicative structures and collective actions in Culture. A basic parameter considered to have a serious impact in cultural management paradigm shift in Greece during the last years thus taken into account in our research is the deep recession that is supposed to be one of the primary reasons for the emergence of more non-typical forms of cultural management. For the collection of secondary data we went through (a) literature overview and references-searching on the Internet, (b) attending conferences of relevant themes, (c) overview of audiovisual (videos) and printed material (conference moments, manifests etc) and for the collection of primary data we carried out (i) live and on the spot prearranged interviews with administration executives, with the staff and with the audience of cultural organizations/groups under examination as well as with experts in Culture and Management and, (ii) questionnaires completion. Questionnaires employed included (a) open-ended questions’ questionnaires, (b) questionnaires especially designed for the needs of the present paper: (i) in accordance with evidenced-based research tools specifically used for museum research that were handed out at the interview sessions and, (ii) questionnaires specifically designed for the research scope of the present paper that were posted on the Internet along with a call for completion in pre-chosen Facebook groups of special interest for Culture and Museology. Last ones compose our sample for the Public Opinion Survey we conducted. Our respondents’ sample includes: 1st. A target group consisted of “executives-administrators” from the selected case studies and, 2nd. The target group «audience-consumers» formed after randomized sampling at the study population in the social media platform Facebook used as the sampling frame. We then proceeded to a SWOT Analysis in order to present the dynamics of each form of cultural management in the under examination organization/collectivity/group/unit. There followed an interpretation of the research findings from the qualitative and quantitative Public Opinion Survey, while for each typology effectiveness measurement Kaplan’s model was employed. Our research concluded in the following: (1) during the recession in Greece (2008-2016) there are various typologies of cultural management operating in competitiveness yet supplementary to each other to an extent both within institutional and non-institutional context, (2) greater sustainability show those models of cultural management that are based on deeper penetration to the audience-consumers, to alternative revenue resources, to participation in social growth, to innovation and new content and services provision, (3) the human capital has a key-role to the sustainability and the economic growth of the cultural unit, (4) generally speaking «paradigm shift» in cultural management in typical cultural organizations it is perceived by their audience and has a positive impact on it. Nevertheless, more have to be done until all audience’s demands are met. So, strategy of extroversion and innovation seem to be working for the typical forms of cultural management and are already making the difference compared to previous models of cultural management, (5) communication strategy of museums networks seems not to function as expected since the even the informed audience is not aware not even of the existence and the scope of these networks, (6) in contradiction to the museums and cultural organizations networks, the audience is more informed, sensitized and active regarding the existence and actions of collectivities, of self-managed social centres, of independent artistic groups and of occupations with cultural work, (7) non-typical forms of cultural management are potential competitors to the typical ones, (8) the model of urban collectivity could be considered to be the more sustainable one as it can be applied more easily and globally to almost all typologies examined in this paper, although under certain restrictions subjected to further research. Concluding it is suggested the need for further and deeper research on certain parameters and comparisons of the sustainable models of cultural management in the landscape of Culture in Greece of the recession era.
  15. Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.