ελάττωση στρατοσφαιρικού όζοντος και stratospheric ozone depletion | τρύπα του όζοντος και ozone hole | Πρωτόκολλο του Μοντρεαλ και Montreal Protocol | υπεριώδης ακτινοβολία και UV radiation | UVB και UVB | δείκτης UV και UV Index
11
246
Περιέχει : πίνακες, διαγράμματα, εικόνες
Διάθεση Αποβλήτων και οι Επιπτώσεις τους στο Περιβάλλον, Τόμος 4, ΕΑΠ, Πάτρα, 2004
Το όζον, ένα φυσικό συστατικό της ατμόσφαιρας σε ίχνη, είναι πολύ σημαντικό για την επιβίωση της βιόσφαιρας μέσω της απορρόφησης της πολύ βλαπτικής για τους οργανισμούς υπεριώδους ακτινοβολίας UVB. Αυτό βρίσκεται συγκεντρωμένο στη στρατόσφαιρα στη λεγόμενη «στιβάδα του όζοντος» με το μέγιστο της συγκέντρωσης του σε ύψος 25 περίπου χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της γης. Την δεκαετία του 1980 ερευνητές διαπίστωσαν τη δραματική μείωση της στιβάδας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική κατά τη διάρκεια της άνοιξης του Νοτίου Ημισφαιρίου πράγμα που κινητοποίησε άμεσα τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Το φαινόμενο έγινε γνωστό ως «τρύπα του όζοντος» και η αιτία του αναζητήθηκε στις ανθρωπογενείς εκπομπές αλογονανθράκων (CFC) στην ατμόσφαιρα. Είναι από τα λίγα περιβαλλοντικά προβλήματα που έγινε προσπάθεια να αντιμετωπισθούν άμεσα με την υπογραφή της σύμβασης που ονομάσθηκε Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ το 1987. Το Πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ το 1989 με σκοπό τον περιορισμό και σταδιακά την παύση παραγωγής των πιο δραστικών από τις ουσίες που καταστρέφουν το όζον.
Το Πρωτόκολλο επιτάσσει την σύνταξη ανά τετραετία αναφορών αξιολόγησης, με πιο πρόσφατη αυτή του 2018, προβλέπει επίσης, στα πλαίσια εφαρμογής του, την αναθεώρηση του βάση της επικαιροποιημένης επιστημονικής γνώσης. Η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου φαίνεται να απέτρεψε έναν κόσμο με πολύ αυξημένα επίπεδα υπεριώδους ακτινοβολίας στην επιφάνεια της γης, που θα είχε ως επακόλουθο προβλήματα για την ανθρώπινη υγεία, όπως διαφόρων μορφών καρκίνους του δέρματος, παθήσεις των οφθαλμών και του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά και προβλήματα στα χερσαία και υδάτινα οικοσυστήματα.
Η στιβάδα του όζοντος βάση της πρόσφατης έκθεσης αξιολόγησης φαίνεται να αποκαθίσταται αργά αλλά σταθερά ανά την υφήλιο, ιδιαίτερα στο ανώτερο τμήμα της στρατόσφαιρας. Η τρύπα του όζοντος στην Ανταρκτική αναμένεται να «κλείσει» περί τα μέσα του 21ου αιώνα, χωρίς να πάψει να συμβαίνει λόγω των ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής. Παρόμοια αποκατάσταση και μάλιστα πιο σύντομα αναμένεται για το όζον στην Αρκτική, όπου όμως οι μετεωρολογικές συνθήκες παρουσιάζουν μεγαλύτερη μεταβλητότητα.
Στα πλαίσια του Πρωτοκόλλου, η πρόσφατη τροπολογία του Kigali το 2016 αναγνωρίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ του περιβαλλοντικού προβλήματος της μείωσης του στρατοσφαιρικού όζοντος με αυτό της κλιματικής αλλαγής. Το Πρωτόκολλο προβλέπει την συνέχιση των προσπαθειών αποκατάστασης της στιβάδας του όζοντος στα προ του 1980 επίπεδα μέσω μείωσης και τελικά παύσης παραγωγής και των υδροχλωροφθορανθράκων (HCFC) ουσιών που αντικατέστησαν τους χλωροφθοράνθρακες (CFC), που επίσης αποτελούν ισχυρά αέρια θερμοκηπίου. H επιτυχία της προσπάθειας αυτής προϋποθέτει τη συνέχιση της συμμόρφωσης των μερών του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ στις επιταγές του.
Ozone, a natural constituent of the atmosphere, which appears in traces, has a vital role in the survival of the biosphere through the absorption of the very harmful for the living beings UVB radiation. It is located in the so called “ozone layer” in the stratosphere and shows the maximum concentration at about 25 kilometers above the surface. In the 1980s scientists reported a large loss of ozone over the Antarctic during the early spring in South Hemisphere that alerted the international scientific community. The phenomenon is known as “ozone hole” and the cause was sought in the anthropogenic emissions of halocarbons (CFC) in the atmosphere. This environmental problem is on the few that an attempt has been made to address it immediately through the signing of a contract called “Montreal Protocol” at 1987. The Protocol entered in to force in 1989, with the aim of limiting and gradually pausing the production of the most active ozone-depleting substances (ODS).
The Protocol requires the preparation of assessment reports every four years, the latest was released in 2018, and in the context of its implementation, also anticipates its revision on the basis of up-to-date scientific knowledge. The implementation of the Protocol seems to have prevented a world with very high levels of ultraviolet radiation on the surface of the earth with the consequent problems for human health, such as various forms of skin cancers, diseases of the eyes and the immune system, as well as problems on terrestrial and aquatic ecosystems.
The ozone layer according to the recent assessment report appears to have a slow but steady recovery around the globe, especially in the upper stratosphere. The “ozone hole” in Antarctica is expected to "close" around the middle of the 21st century, even if it will still occur under the particular meteorological conditions of the region. A similar recovery, but even sooner is expected for ozone layer in the Arctic, where meteorological conditions are more variable.
In the context of the Protocol, the recent amendment of Kigali in 2016 recognizes the interconnection between the environmental problem of stratospheric ozone depletion and that of climate change. The Protocol provides for the continuation of efforts to restore the ozone layer to pre-1980 levels by reducing and eventually ceasing the production of hydrochlorofluorocarbons (HCFC) the substances that have replaced CFCs, being also very effective greenhouse gases (GHG). The success of this endeavor presupposes the continued compliance of the Montreal Protocol parties with its requirements.