ΔΠΧΑ 9 | Χρηματοοικονομικά Μέσα | Ταξινόμηση και Επιμέτρηση | Απομείωση | Ελληνικός Τραπεζικός Κλάδος | Επίδραση | IFRS 9 | Financial Instruments | Classification & Measurement | Impairment | Greek Banking Sector | Transition and FTA Impact | Business Model | SPPI
1
7
48
Περιέχει : πίνακες, διαγράμματα, σχήματα.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αναλυτική παρουσίαση των απαιτήσεων του νέου Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ 9 /IFRS 9) σε ό,τι αφορά τους δύο κύριους πυλώνες, αυτόν της ταξινόμησης και επιμέτρησης των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού καθώς και τον πυλώνα της απομείωσης. Επιπλέον, η εργασία αποσκοπεί στο να μελετήσει την επίδραση από την εφαρμογή του προτύπου στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, αναλύοντας την επίπτωση τόσο στα οικονομικά αποτελέσματα όσο και στα ιδία εποπτικά κεφάλαια των τεσσάρων συστημικών τραπεζικών ιδρυμάτων.
Η εργασία αποτελείται από εφτά (7) κεφάλαια, το πρώτο εκ των οποίων καλύπτει τις εισαγωγικές παρατηρήσεις. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται αναλυτικά οι αναθεωρημένες απαιτήσεις του προτύπου αναφορικά με την ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού. Ξεκινώντας με την περιγραφή της ιστορικής εξέλιξης της αντικατάστασης του IAS 39 από το IFRS 9, στη συνέχεια παρουσιάζονται οι διαφορές μεταξύ των δύο προτύπων. Ακολουθεί η παρουσίαση σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού στις δύο κατηγορίες επιμέτρησης, το αναπόσβεστο κόστος (amortised cost) και την εύλογη αξία (fair value). Κατόπιν παρουσιάζονται αναλυτικά οι διατάξεις του προτύπου αναφορικά με τα κριτήρια του επιχειρηματικού μοντέλου και αυτό του SPPI, τα οποία καθορίζουν τη μεταγενέστερη ταξινόμηση και αποτίμηση των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού.
Στο τρίτο κεφάλαιο, μετά την αρχική επισκόπηση του προτύπου όσον αφορά τις απαιτήσεις της απομείωσης των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού, παρουσιάζεται αναλυτικά το νέο μοντέλο απομείωσης αναμενόμενων ζημιών από την ανάληψη πιστωτικού κινδύνου, το οποίο και αντιπαραβάλλεται με το προηγούμενο μοντέλο του IAS 39, όπου ο υπολογισμός των προβλέψεων γίνονταν με βάση τις πραγματοποιθείσες ζημιές.
Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφεται η μεθοδολογία της έρευνας. Το ερευνητικό εργαλείο που επιλέχθηκε για την εκπόνηση της είναι η μελέτη περίπτωσης (case study).
Τα επόμενα τρία κεφάλαια εστιάζουν στην επίδραση του IFRS 9 στον τραπεζικό κλάδο, εξετάζοντας τον αντίκτυπο από την εφαρμογή του στον σχηματισμό προβλέψεων καθώς και την επίδραση από τις νέες διατάξεις ταξινόμησης και επιμέτρησης. Ειδικότερα, στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται ανασκόπηση των διάφορων μελετών και ερευνών ως προς την επίδραση του IFRS 9 στον τραπεζικό κλάδο, οι οποίες έλαβαν χώρα κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τις εποπτικές αρχές της Ευρωζώνης και τις μεγαλύτερες ελεγκτικές εταιρίες (Big 4), τόσο πριν τη μετάβαση στο νέο πρότυπο όσο και κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του. Λαμβάνοντας υπόψη αμφότερα τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών καθώς και τα ερευνητικά ερωτήματα που ετέθησαν στο τέταρτο κεφάλαιο που αφορά τη μεθοδολογία της έρευνας, στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα ερευνητικά ευρήματα για καθεμία από τις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες όσον αφορά την επίδραση του IFRS 9 τόσο στα οικονομικά αποτελέσματα όσο και στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο παρατίθενται τα συμπεράσματα από τη μέχρι τώρα εφαρμογή του προτύπου και την επίδραση του στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.
The purpose of this paper is to present in a comprehensive manner the new requirements of IFRS 9 on the classification and measurement of financial assets as well as the accounting requirements on impairment. In addition, it examines the transition impact on the four Greek systemic banks from IAS 39 to IFRS 9, and by analysing the Annual Reports and Pilar 3 disclosures, provides insights into the aspects of the banks’ financial results and regulatory capital impact from the first time application of the accounting standard.
Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.