Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της μεγάλης και ποικιλόμορφης ομάδας των εθιστικών ουσιών, των μηχανισμών δράσης τους σε επίπεδο κυττάρου και οργανισμού, των ενδεχόμενων χρήσεων και των επιπτώσεών τους, καθώς και των μεθόδων που έχουν αναπτυχθεί για την ανίχνευσή τους.
Ο άνθρωπος από πολύ νωρίς ένιωσε την ανάγκη να επέμβει στον ψυχικό του κόσμο, χρησιμοποιώντας μια σειρά από φυσικές ή συνθετικές ουσίες, οι οποίες αναφέρονται ως εθιστικές ουσίες. Οι εθιστικές ουσίες αποτελούν μια μεγάλη, ποικιλόμορφη ομάδα χημικών ενώσεων. Βασικό κριτήριο διάκρισης των ουσιών αυτών μεταξύ τους είναι ο τρόπος δράσης τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι κυριότερες κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται είναι οι διεγερτικές του κεντρικού νευρικού συστήματος ( ΚΝΣ), τα παραισθησιογόνα- ψευδαισθησιογόνα, τα κατασταλτικά του ΚΝΣ, τα οπιοειδή- αναλγητικά, οι εισπνεόμενες ουσίες και τα Designer και Club drugs, οι πιο σύγχρονες μορφές εθιστικών ουσιών. Οι περισσότερες από αυτές χρησιμοποιούνται σε πολλές και διαφορετικές εποχές και μορφές κοινωνιών, νόμιμα ή παράνομα.
Οι μηχανισμοί δράσης των εθιστικών ουσιών ποικίλουν. Όπως κάθε φαρμακευτική ουσία έτσι και οι εθιστικές, για να δράσουν επηρεάζουν κάποιο μόριο με λειτουργική εξειδίκευση. Το μόριο αυτό συνήθως είναι ένας κυτταρικός υποδοχέας του νευρικού συστήματος. Η εθιστική ουσία δρα μπλοκάροντας ή ενεργοποιώντας τον εκάστοτε ειδικό υποδοχέα, ή τροποποιώντας τη δράση του. Αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων είναι η πρόκληση μιας σειράς συμπτωμάτων που εμφανίζονται στον οργανισμό των χρηστών και μπορεί να προκαλέσουν παροδικές ή μόνιμες λειτουργικές μεταβολές.
Η έκταση του φαινομένου της κατάχρησης των εθιστικών ουσιών οδήγησε στην ανάγκη ανάπτυξης μιας σειράς τεχνικών μέσω των οποίων μπορεί να ανιχνευθεί στον ανθρώπινο οργανισμό η ύπαρξη μιας τέτοιας ουσίας. Ειδικές τεχνικές ανοσοπροσδιορισμού ουσιών σε βιολογικά δείγματα όπως το αίμα και τα ούρα χρησιμοποιούνται και μπορεί να έχουν εφαρμογή στην ιατρική- θεραπευτική πρακτική ή ακόμη και στην διαπίστωση ποινικών προεκτάσεων της χρήσης.
Επιπλέον όμως, πολλές από τις προς εξέταση ουσίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για την ύπαρξη και άλλου είδους χρήσης τους. Κάποιες εθιστικές ουσίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία ή την απαλοιφή συμπτωμάτων σοβαρών ασθενειών, ενώ άλλες αποτελούν εξ αρχής γνωστά φάρμακα.
Τέλος, επιχειρείται μια σύντομη παράθεση των σωματικών άλλα και των ψυχολογικών επιπτώσεων που έχουν στον ανθρώπινο οργανισμό οι εθιστικές ουσίες και οι παρενέργειες της χρήσης τους. Οι κοινωνικές προεκτάσεις του φαινομένου της ουσιοκατάχρησης και τα επιδημιολογικά στοιχεία που παρατίθενται κάνουν σαφή την ανάγκη συντονισμένων δράσεων πρόληψης άλλα και αποκατάστασης των χρηστών.
The purpose of this paper is to study the large and diverse group of addictive substances, their mechanisms of action at the cell and organism level, their potential uses and their effects, as well as the methods developed for their detection.
Man from a very early age felt the need to intervene in his mental world, using a series of natural or synthetic substances, referred to as addictive substances. Addictive substances are a large, diverse group of chemical compounds. A key criterion for distinguishing these substances from one another is how they act on the human body. The main categories in which they are distinguished are central nervous system (CNS) stimulants, hallucinogens - hallucinogens, CNS suppressors, opioid analgesics, inhalants and Designer and Club drugs, the most modern forms of addictive substances. Most of these are used in many different seasons and forms of societies, legally or illegally.
The mechanisms of action of addictive substances vary. Like any drug substance and addictive, to act affects a molecule with functional specialization. This molecule is usually a cellular receptor of the nervous system. The addictive substance acts by blocking or activating the specific receptor, or by modifying its action. As a result of these events, it is the occurrence of a series of symptoms that appear in the user's organism and can cause temporary or permanent functional changes.
The extent of the abuse of addictive substances has led to the need to develop a range of techniques through which the existence of such a substance can be detected in the human body. Specific immunoassay techniques in biological samples such as blood and urine are used and may be applicable to medical-therapeutic practice or even to the discovery of criminal extensions of use.
However, many of the substances to be tested have been studied for the existence of other uses. Some addictive substances can be used to treat or eliminate symptoms of serious illnesses, while others are known medications.
Finally, a brief citation is made of the physical and psychological effects of the addictive substances and the side effects of their use on the human body. The social impacts of the fallout and the epidemiological data listed make clear the need for coordinated prevention and rehabilitation actions.
Items in Apothesis are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.