" Η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και των πληρωμών υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΔΕΕ".

The free movement of capital and payments in the light of Court of Justice of the European Union case law (Αγγλική)

  1. MSc thesis
  2. Παπαθεοδώρου, Δήμητρα
  3. Δίκαιο της Οικονομίας και των Επιχειρήσεων (ΔΟΕ)
  4. 19 Σεπτεμβρίου 2021 [2021-09-19]
  5. Ελληνικά
  6. 53
  7. Μήτκα , Καλλιόπη
  8. Μήτκα, Καλλιόπη | Δαβράδος, Νικόλαος
  9. ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, πληρωμών, νομολογία του ΔΕΕ,
  10. 9
  11. 2
  12. 0
    • Ως αυτοτελής ελευθερία με θεμελιώδη χαρακτήρα για την εσωτερική αγορά, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, συνιστά σημαντικό παράγοντα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη λειτουργία μιας ενιαίας, ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αγοράς. Η αρχική διάταξη του άρθρου 67 της Συνθήκης της ΕΟΚ στεγανοποιούσε, μέσω διασφαλιστικών ρητρών, την ελεύθερη ροή κεφαλαίων αποκλειστικά εντός των κρατών μελών της ΕΕ και δη κατά το αναγκαίο μέτρο για την εύρυθμη λειτουργία της. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αναβαπτίστηκε σε άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ, ενώ σήμερα προβλέπεται στο άρθρο 63 της ΣΛΕΕ πλέον. Το άρθρο 63 ΣΛΕΕ απαγορεύει με διατάξεις αμέσου εφαρμογής κρατικά μέτρα παρεμπόδισης διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων και πληρωμών, δημιουργώντας διόδους προς το άνοιγμα των οικονομικών αγορών και την απελεύθερη ροή χρημάτων, τόσο μεταξύ κρατών μελών, όσο και μεταξύ κρατών μελών με τρίτες χώρες . Η σπουδαιότητα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ως νευραλγικού πυλώνα της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και απαραίτητο συμπλήρωμα των υπόλοιπων ελευθεριών, εξακτινώνεται στον τομέα των επενδύσεων, του διεθνούς εμπορίου και της εν γένει αναπτυξιακής πολιτικής. Αφού μόνο ένας χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα εξασφαλίζει την απρόσκοπτη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων κατά το άρθρ. 26§2 ΣΛΕΕ, βασικά εργαλεία για την επίτευξη των σκοπών που υπόσχεται η Ένωση στους λαούς της Ευρώπης, ήτοι την παραγωγή ειρήνης, ευημερίας και ασφαλείας (άρθρ. 3 ΣΛΕΕ). Ωστόσο τα προβλήματα που δημιουργούνται αντανακλούν, αφενός τον άκρως φιλελεύθερο χαρακτήρα της οικονομικής διακυβέρνησης, αφετέρου το χάσμα μεταξύ οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία απαιτεί μία στρατηγικά ενθαρρυντική ροπή προς την εξισορρόπηση δυνάμεων ανάμεσα στη διασφάλιση εθνικών συμφερόντων και την υλοποίηση ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η οριοθέτηση και η νοηματοδότηση της φιλελευθεροποίησης των κεφαλαίων και των πληρωμών οφείλεται στο πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, εντούτοις η νομολογία του ΔΕΕ συνιστά την ερμηνευτική πυξίδα και εξασφαλίζει κατευθυντήριες γραμμές παρέχοντας ορισμούς και λύσεις σε ανακύπτοντες προβληματισμούς και ενστάσεις. Άλλωστε η ερμηνευτική χρησιμότητα της νομολογίας ως γλωσσάρι έγκειται και στο ότι έχει δώσει ορισμό και εννοιολογικό περιεχόμενο στις κινήσεις των κεφαλαίων. Επενδύσεις άμεσες ή έμμεσες, επενδύσεις χαρτοφυλακίου, αλλά και διασυνοριακές μεταφορές χρημάτων για εκπλήρωση υποχρέωσης επιτρέπονται ελεύθερα, πλην των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη εξαιρέσεων, όπου τίθενται περιορισμοί δικαιολογούμενοι από λόγους δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας ασφάλειας, ιδίως σε κινήσεις κεφαλαίων με τρίτες χώρες. Μέσα από μία διαλογική μέθοδο με τη νομολογία του ΔΕΕ, η οικονομική ανάπτυξη με τη μορφή της αποδοτικής κεφαλαιακής επένδυσης, που εξασφαλίζει η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, αναγάγει την ΕΕ σε παγκόσμιο παράγοντα. Αν και αποτελεί την πιο πρόσφατα κατοχυρωμένη έκφανση της ελευθερίας κυκλοφορίας, η διασφάλιση της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και πληρωμών αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση διαμόρφωσης μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Ο βασικός γενεσιουργός λόγος απελευθέρωσης της είναι η άμεση και άρρηκτη διασύνδεση της κίνησης κεφαλαίων με την άσκηση της εθνικής νομισματικής πολιτικής. Προκειμένου να εγκαθιδρυθεί το κοινό νόμισμα, που είναι ένας εκ των βασικότερων στόχων της ευρωπαϊκής αγοράς, εφόσον η ελεύθερη ροή των κεφαλαίων είναι συνυφασμένη με τη νομισματική πολιτική, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προαπαιτούσε την ανεπιφύλακτα ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Πρόκειται για ελευθερία που παρουσιάζει καινοτομία, αφού αφορά τη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης, αλλά και από και προς τρίτες χώρες, εξασφαλίζοντας την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων. Ωστόσο, στο γενικό αξίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, σε περιπτώσεις όπου κρίνεται, ότι διακυβεύεται το γενικό συμφέρον της Ένωσης, ο νομοθέτης έκρινε αναγκαίο (άρθρα 64-66 ΣΛΕΕ) να προβλέψει μια σειρά θεμιτών περιορισμών. Η νομική βάση του άρθρου 65 ΣΛΕΕ περιέχει τις βασικές παρεκκλίσεις από την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και η νομική βάση των άρθρων 64 και 66 ΣΛΕΕ αφορά ειδικές παρεκκλίσεις, αφορώσες κινήσεις κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες. Η νομολογία του ΔΕΕ επικρότησε την επιλογή αυτή του νομοθέτη, δημιουργώντας με τη σειρά της μια ακόμα κατηγορία περιορισμών, που αφορούν σε περιπτώσεις που συντρέχει σε κράτος μέλος επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος (π.χ. αντιμετώπιση φοροδιαφυγής και ανάγκη διασφάλισης φορολογικών ελέγχων ). Στην παρούσα εργασία θα διεξαχθεί ανάλυση του θεσμικού πλαισίου στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και των πληρωμών ως δομικό και λειτουργικό στοιχείο της ενιαίας αγοράς. Με όχημα την ανοικτή, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική ευρωπαϊκή αγορά, εξασφαλίζονται οφέλη τόσο για τους ευρωπαίους πολίτες, ως προς την εκτέλεση διάφορων συναλλαγών, όπως άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στο εξωτερικό, αγορά μετοχών μη εγχώριων εταιριών, αγορά ακινήτων σε άλλη χώρα ως αποδοτικές επενδύσεις, όσο και για τις επιχειρήσεις, αφού θα εξοπλίζονται με την επενδυτική δυνατότητα να κατέχουν ιδιοκτησιακά έτερες επιχειρήσεις, αλλά και να αντλούν κεφάλαια όπου το κόστος είναι χαμηλότερο . Η εργασία αποτελείται από έξι κεφάλαια τα οποία αναπτύσσουν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών, αλλά και το θεσμικό πλαίσιο των περιορισμών και των εξαιρέσεων, μέσα από την ανάλυση της νομολογίας των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (Δ.Ε.Ε.). Στο πρώτο κεφάλαιο εισαγωγικά δίνεται η νομική βάση της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών και εξηγείται ο αργός ρυθμός απελευθέρωσής της συγκριτικά με τις υπόλοιπες ελευθερίες, ενώ παράλληλα γίνεται μια αναφορά στην ιστορική αναδρομή της ίδρυσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τις ημέρες μας. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται μια εκτενής περιγραφή του θεσμικού πλαισίου της ελεύθερης διασυνοριακής κίνησης κεφαλαίων και πληρωμών, τόσο σε ενωσιακό επίπεδο, όσο και από και προς τρίτες χώρες, δικαιώνοντας στην πράξη μία από τις θεμελιωδέστερες στοχεύσεις και δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύστοιχα γίνεται και μία εκτενής ανάλυση μέσα από την ερμηνευτική χρησιμότητα της νομολογίας του ΔΕΕ των εννοιών "κεφάλαιο" και "πληρωμή". Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται νομολογιακά το θεσμικό πλαίσιο των εξαιρέσεων στην ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, είτε ως γενική παρέκκλιση (φορολογικά ζητήματα και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων), είτε ως ειδικές παρεκκλίσεις (ζητήματα αφορώντα κινήσεις κεφαλαίων με τρίτες χώρες). Ωστόσο, υφίστανται και περιορισμοί λόγω επιτακτικών απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος, δημόσιας τάξης και ασφάλειας, πάντοτε υπό το πρίσμα αποτροπής μιας επαρκούς απειλής για ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας . Στο τέταρτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται εκτενής αναφορά στην πλούσια νομολογία που έχει αναπτυχθεί από το ΔEE στην ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών και με την οποία το Δ.Ε.Ε. έχει δώσει λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα, συμβάλλοντας στην ταχύτερη εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς μεταξύ των κρατών μελών. Θα αναπτυχθούν οι σημαντικότερες αποφάσεις - ορόσημα του Δ.Ε.Ε., ως μια σειρά νομολογιακών κρίσεων, που προωθούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση διά της τελολογικής ερμηνείας των Συνθηκών, με σκοπό να αναδείξει ότι η δυναμική της νομολογίας παρέχει λύσεις. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη θέτουν κοινό χάρτη πορείας με δράσεις για την αντιμετώπιση των εθνικών εμποδίων στις ροές των κεφαλαίων και πως παρά τις διμερείς ενδοενωσιακές συμφωνίες και άλλες διεθνείς συμφωνίες καταβάλλεται προσπάθεια ενίσχυσης των ροών των διασυνοριακών επενδύσεων στην ΕΕ. Στο έκτο κεφάλαιο (επίλογος) αναλύονται τα συμπεράσματα και μέχρι ποιο βαθμό είναι εφικτά θεμιτή η απολύτως ελεύθερη κυκλοφορία της κεφαλαιακής κίνησης και πως από προβληματική και φόβος για την αναπτυξιακή πολιτική, τώρα μπορεί να αποτελεί ευνοϊκό σχήμα της, κυρίως δε ενδοενωσιακά προς εξασφάλιση πρωτίστως των ευρωπαϊκών επενδύσεων. Δευτερευόντως δε κατά πόσο θα οικοδομήσει ένα εναργές πλαίσιο στοχεύσεων για να θεμελιωθεί η Ένωση Κεφαλαιαγορών . Καθώς το ζήτημα της παγκόσμιας ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων είναι περίπλοκο, συνδυαζόμενο με πολυεπίπεδες νομοθετικές εξελίξεις στο πεδίο της ενοποίησης της ενιαίας αγοράς, αλλά και του χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ), θα εξεταστεί εάν τελικά η διαμόρφωση ενός αρκετά συγκροτημένου και πλήρους θεσμικού πλαισίου είναι αρκετή για να εξασφαλίσει για μακροπρόθεσμο ορίζοντα την ισορροπημένη συμπόρευση αναπτυξιακής πολιτικής με τη συμμόρφωση στην ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων και των πληρωμών σε παγκόσμιο επίπεδο.
    • Ως αυτοτελής ελευθερία με θεμελιώδη χαρακτήρα για την εσωτερική αγορά, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, συνιστά σημαντικό παράγοντα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη λειτουργία μιας ενιαίας, ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αγοράς. Η αρχική διάταξη του άρθρου 67 της Συνθήκης της ΕΟΚ στεγανοποιούσε, μέσω διασφαλιστικών ρητρών, την ελεύθερη ροή κεφαλαίων αποκλειστικά εντός των κρατών μελών της ΕΕ και δη κατά το αναγκαίο μέτρο για την εύρυθμη λειτουργία της. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αναβαπτίστηκε σε άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ, ενώ σήμερα προβλέπεται στο άρθρο 63 της ΣΛΕΕ πλέον. Το άρθρο 63 ΣΛΕΕ απαγορεύει με διατάξεις αμέσου εφαρμογής κρατικά μέτρα παρεμπόδισης διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων και πληρωμών, δημιουργώντας διόδους προς το άνοιγμα των οικονομικών αγορών και την απελεύθερη ροή χρημάτων, τόσο μεταξύ κρατών μελών, όσο και μεταξύ κρατών μελών με τρίτες χώρες . Η σπουδαιότητα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ως νευραλγικού πυλώνα της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και απαραίτητο συμπλήρωμα των υπόλοιπων ελευθεριών, εξακτινώνεται στον τομέα των επενδύσεων, του διεθνούς εμπορίου και της εν γένει αναπτυξιακής πολιτικής. Αφού μόνο ένας χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα εξασφαλίζει την απρόσκοπτη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων κατά το άρθρ. 26§2 ΣΛΕΕ, βασικά εργαλεία για την επίτευξη των σκοπών που υπόσχεται η Ένωση στους λαούς της Ευρώπης, ήτοι την παραγωγή ειρήνης, ευημερίας και ασφαλείας (άρθρ. 3 ΣΛΕΕ). Ωστόσο τα προβλήματα που δημιουργούνται αντανακλούν, αφενός τον άκρως φιλελεύθερο χαρακτήρα της οικονομικής διακυβέρνησης, αφετέρου το χάσμα μεταξύ οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία απαιτεί μία στρατηγικά ενθαρρυντική ροπή προς την εξισορρόπηση δυνάμεων ανάμεσα στη διασφάλιση εθνικών συμφερόντων και την υλοποίηση ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η οριοθέτηση και η νοηματοδότηση της φιλελευθεροποίησης των κεφαλαίων και των πληρωμών οφείλεται στο πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, εντούτοις η νομολογία του ΔΕΕ συνιστά την ερμηνευτική πυξίδα και εξασφαλίζει κατευθυντήριες γραμμές παρέχοντας ορισμούς και λύσεις σε ανακύπτοντες προβληματισμούς και ενστάσεις. Άλλωστε η ερμηνευτική χρησιμότητα της νομολογίας ως γλωσσάρι έγκειται και στο ότι έχει δώσει ορισμό και εννοιολογικό περιεχόμενο στις κινήσεις των κεφαλαίων. Επενδύσεις άμεσες ή έμμεσες, επενδύσεις χαρτοφυλακίου, αλλά και διασυνοριακές μεταφορές χρημάτων για εκπλήρωση υποχρέωσης επιτρέπονται ελεύθερα, πλην των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη εξαιρέσεων, όπου τίθενται περιορισμοί δικαιολογούμενοι από λόγους δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας ασφάλειας, ιδίως σε κινήσεις κεφαλαίων με τρίτες χώρες. Μέσα από μία διαλογική μέθοδο με τη νομολογία του ΔΕΕ, η οικονομική ανάπτυξη με τη μορφή της αποδοτικής κεφαλαιακής επένδυσης, που εξασφαλίζει η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, αναγάγει την ΕΕ σε παγκόσμιο παράγοντα. Αν και αποτελεί την πιο πρόσφατα κατοχυρωμένη έκφανση της ελευθερίας κυκλοφορίας, η διασφάλιση της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και πληρωμών αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση διαμόρφωσης μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Ο βασικός γενεσιουργός λόγος απελευθέρωσης της είναι η άμεση και άρρηκτη διασύνδεση της κίνησης κεφαλαίων με την άσκηση της εθνικής νομισματικής πολιτικής. Προκειμένου να εγκαθιδρυθεί το κοινό νόμισμα, που είναι ένας εκ των βασικότερων στόχων της ευρωπαϊκής αγοράς, εφόσον η ελεύθερη ροή των κεφαλαίων είναι συνυφασμένη με τη νομισματική πολιτική, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προαπαιτούσε την ανεπιφύλακτα ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Πρόκειται για ελευθερία που παρουσιάζει καινοτομία, αφού αφορά τη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης, αλλά και από και προς τρίτες χώρες, εξασφαλίζοντας την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων. Ωστόσο, στο γενικό αξίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, σε περιπτώσεις όπου κρίνεται, ότι διακυβεύεται το γενικό συμφέρον της Ένωσης, ο νομοθέτης έκρινε αναγκαίο (άρθρα 64-66 ΣΛΕΕ) να προβλέψει μια σειρά θεμιτών περιορισμών. Η νομική βάση του άρθρου 65 ΣΛΕΕ περιέχει τις βασικές παρεκκλίσεις από την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και η νομική βάση των άρθρων 64 και 66 ΣΛΕΕ αφορά ειδικές παρεκκλίσεις, αφορώσες κινήσεις κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες. Η νομολογία του ΔΕΕ επικρότησε την επιλογή αυτή του νομοθέτη, δημιουργώντας με τη σειρά της μια ακόμα κατηγορία περιορισμών, που αφορούν σε περιπτώσεις που συντρέχει σε κράτος μέλος επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος (π.χ. αντιμετώπιση φοροδιαφυγής και ανάγκη διασφάλισης φορολογικών ελέγχων ). Στην παρούσα εργασία θα διεξαχθεί ανάλυση του θεσμικού πλαισίου στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και των πληρωμών ως δομικό και λειτουργικό στοιχείο της ενιαίας αγοράς. Με όχημα την ανοικτή, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική ευρωπαϊκή αγορά, εξασφαλίζονται οφέλη τόσο για τους ευρωπαίους πολίτες, ως προς την εκτέλεση διάφορων συναλλαγών, όπως άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στο εξωτερικό, αγορά μετοχών μη εγχώριων εταιριών, αγορά ακινήτων σε άλλη χώρα ως αποδοτικές επενδύσεις, όσο και για τις επιχειρήσεις, αφού θα εξοπλίζονται με την επενδυτική δυνατότητα να κατέχουν ιδιοκτησιακά έτερες επιχειρήσεις, αλλά και να αντλούν κεφάλαια όπου το κόστος είναι χαμηλότερο . Η εργασία αποτελείται από έξι κεφάλαια τα οποία αναπτύσσουν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών, αλλά και το θεσμικό πλαίσιο των περιορισμών και των εξαιρέσεων, μέσα από την ανάλυση της νομολογίας των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (Δ.Ε.Ε.). Στο πρώτο κεφάλαιο εισαγωγικά δίνεται η νομική βάση της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών και εξηγείται ο αργός ρυθμός απελευθέρωσής της συγκριτικά με τις υπόλοιπες ελευθερίες, ενώ παράλληλα γίνεται μια αναφορά στην ιστορική αναδρομή της ίδρυσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τις ημέρες μας. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται μια εκτενής περιγραφή του θεσμικού πλαισίου της ελεύθερης διασυνοριακής κίνησης κεφαλαίων και πληρωμών, τόσο σε ενωσιακό επίπεδο, όσο και από και προς τρίτες χώρες, δικαιώνοντας στην πράξη μία από τις θεμελιωδέστερες στοχεύσεις και δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύστοιχα γίνεται και μία εκτενής ανάλυση μέσα από την ερμηνευτική χρησιμότητα της νομολογίας του ΔΕΕ των εννοιών "κεφάλαιο" και "πληρωμή". Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται νομολογιακά το θεσμικό πλαίσιο των εξαιρέσεων στην ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, είτε ως γενική παρέκκλιση (φορολογικά ζητήματα και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων), είτε ως ειδικές παρεκκλίσεις (ζητήματα αφορώντα κινήσεις κεφαλαίων με τρίτες χώρες). Ωστόσο, υφίστανται και περιορισμοί λόγω επιτακτικών απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος, δημόσιας τάξης και ασφάλειας, πάντοτε υπό το πρίσμα αποτροπής μιας επαρκούς απειλής για ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας . Στο τέταρτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται εκτενής αναφορά στην πλούσια νομολογία που έχει αναπτυχθεί από το ΔEE στην ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών και με την οποία το Δ.Ε.Ε. έχει δώσει λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα, συμβάλλοντας στην ταχύτερη εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς μεταξύ των κρατών μελών. Θα αναπτυχθούν οι σημαντικότερες αποφάσεις - ορόσημα του Δ.Ε.Ε., ως μια σειρά νομολογιακών κρίσεων, που προωθούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση διά της τελολογικής ερμηνείας των Συνθηκών, με σκοπό να αναδείξει ότι η δυναμική της νομολογίας παρέχει λύσεις. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη θέτουν κοινό χάρτη πορείας με δράσεις για την αντιμετώπιση των εθνικών εμποδίων στις ροές των κεφαλαίων και πως παρά τις διμερείς ενδοενωσιακές συμφωνίες και άλλες διεθνείς συμφωνίες καταβάλλεται προσπάθεια ενίσχυσης των ροών των διασυνοριακών επενδύσεων στην ΕΕ. Στο έκτο κεφάλαιο (επίλογος) αναλύονται τα συμπεράσματα και μέχρι ποιο βαθμό είναι εφικτά θεμιτή η απολύτως ελεύθερη κυκλοφορία της κεφαλαιακής κίνησης και πως από προβληματική και φόβος για την αναπτυξιακή πολιτική, τώρα μπορεί να αποτελεί ευνοϊκό σχήμα της, κυρίως δε ενδοενωσιακά προς εξασφάλιση πρωτίστως των ευρωπαϊκών επενδύσεων. Δευτερευόντως δε κατά πόσο θα οικοδομήσει ένα εναργές πλαίσιο στοχεύσεων για να θεμελιωθεί η Ένωση Κεφαλαιαγορών . Καθώς το ζήτημα της παγκόσμιας ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων είναι περίπλοκο, συνδυαζόμενο με πολυεπίπεδες νομοθετικές εξελίξεις στο πεδίο της ενοποίησης της ενιαίας αγοράς, αλλά και του χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ), θα εξεταστεί εάν τελικά η διαμόρφωση ενός αρκετά συγκροτημένου και πλήρους θεσμικού πλαισίου είναι αρκετή για να εξασφαλίσει για μακροπρόθεσμο ορίζοντα την ισορροπημένη συμπόρευση αναπτυξιακής πολιτικής με τη συμμόρφωση στην ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων και των πληρωμών σε παγκόσμιο επίπεδο.
  13. Attribution-NoDerivatives 4.0 Διεθνές