Η δήμευση περιουσιακών στοιχείων στον ΠΚ και στον ΚΠΔ - Η συμβολή της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές δραστηριότητες

The confiscation of assets in the Criminal Code and the Criminal Procedure Code - The contribution of the Anti-Money Laundering Authority (english)

  1. MSc thesis
  2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ
  3. Εγκληματολογικές και Ποινικές προσεγγίσεις της διαφθοράς, του οικονομικού και του οργανωμένου εγκλήματος (ΠΕΔ)
  4. 20 July 2025
  5. Ελληνικά
  6. 81
  7. Αθανασία Διονυσοπούλου
  8. Αθανασία Διονυσοπούλου | Δημήτριος Βούλγαρης | Νικόλαος Κουλούρης
  9. Δήμευση, Άρθρο 68 ελληνικού Ποινικού Κώδικα, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Οδηγία 2014/42/ΕΕ, Ν. 4557/2018, Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων Από Εγκληματικές Δραστηριότητες
  10. Εγκληματολογικές και Ποινικές προσεγγίσεις της διαφθοράς, του οικονομικού και του οργανωμένου εγκλήματος (ΠΕΔ)
  11. 22
  12. 2
    • Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί ο θεσμός της δήμευσης, κυρίως από την οπτική του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όπως αποτυπώνεται στον Ποινικό Κώδικα, αλλά επίσης και από την πλευρά του δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

      Οι ρίζες του θεσμού της δήμευσης εντοπίζονται στην αρχαιότητα και χρησιμοποιήθηκε συστηματικά κατά περιόδους, όπως για παράδειγμα στους μεσαιωνικούς χρόνους. Η κλασική μορφή της δήμευσης αφορά την αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων από τον παραβάτη κάποιου νόμου μετά από καταδικαστική απόφαση.

      Στη σύγχρονη εποχή και ειδικότερα κατά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα οι κρατικοί φορείς συνειδητοποίησαν ότι το οργανωμένο έγκλημα, μέσω της συσσώρευσης και επανεπένδυσης τεράστιων κερδών, από το εμπόριο ναρκωτικών και τις άλλες παράνομες δραστηριότητες, έχει αναπτύξει ικανότητες εξουδετέρωσης των μηχανισμών ελέγχου και προσαρμογής στο οικονομικό, κοινωνικό και τεχνολογικό περιβάλλον, αποτελώντας διαβρωτικό και υπονομευτικό παράγοντα σε βάρος της νόμιμης οικονομίας, του ανταγωνισμού, της κοινωνίας και της πολιτικής νομιμοποίησης των κυβερνήσεων και του δημοκρατικού πολιτεύματος.

      Η οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα που σχεδόν πάντα αποσκοπεί στο οικονομικό όφελος δεν μπορούσε να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά λόγω και της ανεπάρκειας των νομικών εργαλείων, με συνέπεια οι δράστες και οι συμμέτοχοι αυτών των εγκλημάτων να επεκτείνουν τη δράση τους και να απολαμβάνουν στο διηνεκές τα περιουσιακά οφέλη που αποκτούν.

      Ως απάντηση στα ανωτέρω, η νέα διεθνής αντεγκληματική πολιτική επιδιώκει την αποστέρηση με κάθε τρόπο των εγκληματικών προσόδων σηματοδοτώντας έγκυρα στους επίδοξους παραβάτες ότι το έγκλημα δεν συμφέρει. Ο σχεδιασμός αυτής της νέας πολιτικής περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικούς άξονες, τη δήμευση με διευρυμένο πεδίο εφαρμογής και νέες μορφές και τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

      Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας παρουσιάζονται οι ρυθμίσεις για τη δήμευση, όπως περιλαμβάνονται στα νομικά κείμενα των συμβάσεων διεθνικών οργανισμών, οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά της νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες γίνεται επίσης αναφορά. Τα ευρωπαϊκά νομικά κείμενα, με την αυξημένη υποχρεωτικότητα ενσωμάτωσής τους, καθόρισαν το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του Ποινικού Κώδικα για τη δήμευση, καθώς και των αντίστοιχων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που εξετάζονται στη συνέχεια. Τέλος εξετάζεται εν συντομία η συνεισφορά της Αρχής του ν. 4557/2018 στην αποτελεσματικότητα του συνολικού μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής.

    • The subject of this paper is the institution of confiscation, mainly from the perspective of substantive criminal law, as reflected in the Criminal Code, but also from the perspective of procedural law, in accordance with the provisions of the Code of Criminal Procedure.

      The roots of the institution of confiscation are traced back to antiquity and it was used systematically at times, such as in medieval times. The classic form of confiscation concerns the removal of assets from the violator of a law following a conviction.

      In modern times, and especially during the last quarter of the twentieth century, it was realized by state agencies that organized crime, through the accumulation and reinvestment of enormous profits from the drug trade and other illegal activities, has developed capabilities to neutralize control mechanisms and adapt to the economic, social and technological environment, constituting a corrosive and subversive factor to the detriment of the legitimate economy, competition, society and the political legitimacy of governments and the democratic system.

      Organized criminal activity, which almost always aims at economic benefit, could not be effectively combated due to the inadequacy of legal tools, with the result that the perpetrators and participants in these crimes expand their activities and enjoy in perpetuity the material benefits they acquire.

      In response to the above, the new international anti-crime policy seeks to deprive, by all means, of criminal proceeds, validly signaling to would-be offenders that crime is not profitable. The design of this new policy includes two complementary axes, confiscation with an expanded scope and new forms, and legislation to combat the laundering of proceeds from criminal activities.

      In the context of this work, the regulations on confiscation are presented, as included in the legal texts of the conventions of international organizations, which have decisively influenced the legal acts of the European Union, to which reference is also made. The European legal texts, with their increased mandatory incorporation, determined the content of the regulations of the Criminal Code on confiscation and the corresponding ones of the Code of Criminal Procedure, which are examined below. Finally, the contribution of the Authority of Law 4557/2018 to the effectiveness of the overall anti-crime policy model is briefly examined.

  13. Hellenic Open University
  14. Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές