«Έμφυλες Προσεγγίσεις του Οργανωμένου Εγκλήματος και της Σωφρονιστικής Μεταχείρισης: Εμπειρική Μελέτη στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελαιώνα Θήβας»
"Gendered Approaches to Organized Crime and Penal Treatment: An Empirical Study at the Eleonas Women's Prison of Thebes" (english)
Εισαγωγή: Η έμφυλη εγκληματικότητα και η θέση των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στο σωφρονιστικό σύστημα αποτελούν θεματικές που ιστορικά υποτιμήθηκαν τόσο από την εγκληματολογική θεωρία όσο και από τις σωφρονιστικές πολιτικές. Οι γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ + άτομα που εμπλέκονται σε εγκληματικές πράξεις –ιδίως στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος– αντιμετωπίζουν επιπρόσθετα εμπόδια λόγω φύλου, κοινωνικής περιθωριοποίησης και θεσμικής αορατότητας. Η μελέτη αυτή στοχεύει να αναδείξει τις πολυδιάστατες αιτίες που οδηγούν τις γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ + άτομα στο έγκλημα, τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τον εγκλεισμό και την απουσία ουσιαστικών πολιτικών επανένταξης. Μέσα από την ανάλυση της θεωρίας και των αφηγήσεων γυναικών κρατουμένων και σωφρονιστικών υπαλλήλων, εξετάζονται τα έμφυλα ελλείμματα στη δομή και λειτουργία των σωφρονιστικών θεσμών.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει τους κοινωνικούς, οικονομικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που οδηγούν τις γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στην εγκληματική δραστηριότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή τους στο οργανωμένο έγκλημα. Παράλληλα, επιδιώκεται η καταγραφή και ανάλυση των εμπειριών των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους σε σωφρονιστικά καταστήματα, αναδεικνύοντας τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του συστήματος ως προς την έμφυλη διάσταση της ποινικής μεταχείρισης. Τελικός στόχος είναι η διατύπωση προτάσεων για την εφαρμογή πολιτικών και πρακτικών κοινωνικής επανένταξης που θα λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων, προάγοντας μια πιο δίκαιη, ανθρώπινη και ισότιμη προσέγγιση στο σωφρονιστικό πλαίσιο.
Υλικό-μέθοδος: Η μελέτη βασίστηκε αφενός στη συστηματική ανασκόπηση της διεθνούς και εγχώριας βιβλιογραφίας και αφετέρου στη διενέργεια ποιοτικής έρευνας μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων με γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, κρατούμενα καθώς και με σωφρονιστικούς υπαλλήλους του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κράτησης Γυναικών Ελαιώνα Θήβας. Η μέθοδος ανάλυσης περιεχομένου αξιοποιήθηκε για την αποτύπωση των αντιλήψεων, των βιωμάτων και των θεσμικών ελλειμμάτων που προέκυψαν από τις αφηγήσεις.
Αποτελέσματα: Η ανάλυση ανέδειξε ότι η εμπλοκή των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ + ατόμων στο οργανωμένο έγκλημα δεν αποτελεί πάντα συνειδητή ή αυτόνομη επιλογή, αλλά εντάσσεται σε ένα πλαίσιο προσωπικής ευαλωτότητας, εξαρτήσεων και συστημικών ανισοτήτων. Η κακοποίηση, η φτώχεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση αναδεικνύονται ως κοινοί παρονομαστές. Τα ίδια κρατούμενα άτομα περιγράφουν τις συνθήκες κράτησης ως ανεπαρκείς, επιβαρυντικές και μη συμβατές με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, ενώ οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι αναγνωρίζουν την έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης και θεσμικών εργαλείων για την υποστήριξη γυναικών κρατουμένων. Καθίσταται σαφές ότι οι έμφυλες ανισότητες διαπερνούν ολόκληρη την ποινική και σωφρονιστική διαδικασία.
Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη, μέσω της βιβλιογραφικής έρευνας και της ποιοτικής διερεύνησης στο πεδίο, κατέδειξε ότι η έμφυλη εγκληματικότητα και η εμπειρία του εγκλεισμού δεν μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς την ανάλυση των έμφυλων, κοινωνικών και διαρθρωτικών παραγόντων. Οι γυναίκες κρατούμενες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα αποτελούν ιδιαίτερες ευάλωτες ομάδες , συχνά εγκλωβισμένες ανάμεσα στην ταυτότητα του θύματος και της δράστριας. Η ανάγκη για μία ανθρωποκεντρική, έμφυλα ευαίσθητη και ολιστική προσέγγιση στο σωφρονιστικό σύστημα είναι επιτακτική. Η ενσωμάτωση διεθνών προτύπων, όπως οι Κανόνες της Μπανγκόκ (UNODC, 2011), οι Βασικές Αρχές για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων (UN General Assembly, 1990), οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες και η Σύμβαση CEDAW (1979) καθώς και η εφαρμογή πολιτικών που λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη δυναμική της έμφυλης παραβατικότητας, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για τον μετασχηματισμό του πλαισίου κράτησης και επανένταξης.
Introduction: Gendered criminality and the position of women and LGBTQI+ people in the prison system are issues that have historically been underestimated by both criminological theory and prison policies. Women and LGBTQI+ people involved in criminal acts – particularly in the context of organized crime – face additional barriers due to gender, social marginalization and institutional invisibility. This study aims to highlight the multidimensional causes that lead women and LGBTQI+ people to crime, the way they experience incarceration and the absence of meaningful reintegration policies. Through the analysis of theory and the narratives of female prisoners and prison staff, gender deficits in the structure and functioning of prison institutions are examined.
Purpose: The purpose of this study is to investigate the social, economic and psychological factors that lead women and LGBTQI+ individuals to criminal activity, with particular emphasis on their participation in organized crime. At the same time, it seeks to record and analyze the experiences of women and LGBTQI+ individuals during their imprisonment in prisons, highlighting the shortcomings and weaknesses of the system in terms of the gender dimension of criminal treatment. The ultimate goal is to formulate proposals for the implementation of social reintegration policies and practices that will take into account the specific needs of vulnerable individuals, promoting a more just, humane and equitable approach to the prison context.
Material-method: The study was based on a systematic review of international and domestic literature and on the conduct of qualitative research through semi-structured interviews with women and LGBTQI+ individuals, prisoners as well as prison staff of the Eleonas Women's Prison in Thebes. The content analysis method was used to capture the perceptions, experiences and institutional deficits that emerged from the narratives.
Results: The analysis revealed that the involvement of women and LGBTQI+ individuals in organized crime is not always a conscious or autonomous choice, but is part of a framework of personal vulnerability, dependencies and systemic inequalities. Abuse, poverty and social marginalization emerge as common denominators. Detainees themselves describe detention conditions as inadequate, burdensome and incompatible with their specific needs, while prison officials acknowledge the lack of adequate training and institutional tools to support female prisoners. It is clear that gender inequalities permeate the entire criminal and prison process.
Conclusions: This study, through literature research and qualitative field research, has demonstrated that gender-based crime and the experience of imprisonment cannot be interpreted without the analysis of gendered, social and structural factors. Female prisoners and LGBTQI+ individuals constitute particularly vulnerable groups, often trapped between the identities of victim and perpetrator. The need for a human-centered, gender-sensitive and holistic approach to the prison system is imperative. The integration of international standards, such as the Bangkok Rules (UNODC, 2011), the Basic Principles for the Treatment of Prisoners (UN General Assembly, 1990), the European Prison Rules and the CEDAW Convention (1979) as well as the implementation of policies that take into account the nature and dynamics of gender-based delinquency, are necessary conditions for the transformation of the detention and reintegration framework.