ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ ΙΙ

ASSESSMENT OF THE QUALITY OF LIFE OF PATIENTS WITH TYPE II DIABETES (Αγγλική)

  1. MSc thesis
  2. ΑΘΗΝΑ ΤΣΟΥΚΑ
  3. Διοίκηση Μονάδων Υγείας (ΔΜΥ)
  4. 10 Μαίου 2025
  5. Ελληνικά
  6. 114
  7. ΣΑΒΒΑΚΗΣ, ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
  8. ΣΑΒΒΑΚΗΣ, ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ | ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΓΙΩΤΣΙΔΗ | ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ, ΠΕΤΡΟΣ
  9. Σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, συνοδές παθήσεις, επιπλοκές, ποιότητα ζωής, οικονομικές επιπτώσεις, συστήματα υγείας.
  10. ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ/ΔΜΥ61
  11. 2
  12. 12
  13. 58
  14. Περιλαμβάνει: Πίνακες
  15. Κοινωνιολογική και Ψυχολογική προσέγγιση των Νοσοκομείων/Υπηρεσιών Υγείας/Hannah Bradby
    • Εισαγωγή: Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου ΙΙ είναι μία χρόνια μεταβολική νόσος με τάσεις πανδημίας παγκοσμίως. Βασικό της χαρακτηριστικό είναι η αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα λόγω ανεπάρκειας της ινσουλίνης ή μη δράσης αυτής. Οι επιπτώσεις που επιφέρει στην υγεία, στην ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα και στην οικονομική κατάσταση των ασθενών μπορεί να είναι πολλές. Η ποιότητα ζωής των ατόμων με διαβήτη τύπου II επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως οι επιπλοκές της νόσου, η συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή, οι διατροφικές αλλαγές και η ανάγκη για τακτική σωματική δραστηριότητα. Επιπλέον, οι ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις του διαβήτη μπορούν να επηρεάσουν την ευεξία και την αυτονομία των ασθενών, καθιστώντας απαραίτητη μια ολιστική προσέγγιση στη διαχείριση της νόσου.  Σκοπός: Ο κύριος σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η διερεύνηση των επιπτώσεων του σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ στην ποιότητα ζωής των ασθενών, εστιάζοντας τόσο στις άμεσες συνέπειες της νόσου όσο και στις επιπλοκές που μπορεί να προκληθούν. Παράλληλα, εξετάζεται η οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται η διαχείριση της νόσου για τους ίδιους τους ασθενείς, καθώς και ο αντίκτυπός της στα συστήματα υγείας παγκοσμίως, με ιδιαίτερη αναφορά στην Ελλάδα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις παρεμβάσεις που μπορούν να εφαρμοστούν σε ατομικό, θεσμικό και κρατικό επίπεδο, με στόχο τον μετριασμό ή την εξάλειψη των αρνητικών συνεπειών της νόσου. Συγκεκριμένα, αναλύονται στρατηγικές που μπορούν να υιοθετήσουν οι ίδιοι οι ασθενείς, τα συστήματα υγείας και η πολιτεία, προκειμένου να βελτιωθεί η καθημερινότητα των πασχόντων και να μειωθεί η επιβάρυνση των υγειονομικών δομών. Υλικό - Μέθοδος: Το δείγμα της παρούσας έρευνας αποτελείται από 100 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, οι οποίοι παρακολουθούνται στο Διαβητολογικό Τμήμα του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου Αθηνών, το οποίο ανήκει στην 1η Υγειονομική Περιφέρεια. Για τη συλλογή των δεδομένων, χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο 32 ερωτήσεων, το οποίο σχεδιάστηκε με σκοπό τη διερεύνηση της διαχείρισης της νόσου από τους ασθενείς, των ατομικών συνηθειών που ενδέχεται να επιδεινώνουν τα συμπτώματα και να συμβάλλουν στην εμφάνιση συνοδών παθήσεων. Επιπλέον, το ερωτηματολόγιο αξιολογεί την ολιστική ποιότητα ζωής των συμμετεχόντων, καθώς και τον βαθμό στον οποίο η ψυχική τους υγεία έχει επηρεαστεί από τη νόσο. Αποτελέσματα: Η πλειονότητα των ασθενών, σε ποσοστό 61%, αναφέρει ότι η νόσος επηρεάζει σημαντικά την ψυχική τους υγεία. Από το σύνολο των 100 ερωτηματολογίων, οι 56 διαβητικοί ασθενείς ήταν γυναίκες και οι 46 άνδρες, με τους περισσότερους να έχουν ολοκληρώσει πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα, η πλειοψηφία αυτών ανήκει σε χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, με μηνιαίο εισόδημα κάτω των 1.000 ευρώ. Η μέση διάρκεια της νόσου προσδιορίστηκε στα 10 έτη, ενώ το 56% των ασθενών λαμβάνει αποκλειστικά από του στόματος αντιδιαβητικά δισκία ως θεραπεία. Επιπλέον, το 19% των ασθενών ακολουθεί αποκλειστικά θεραπεία με ινσουλίνη. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το εύρημα που αφορά τη ρύθμιση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, καθώς το 55% των ερωτηθέντων παρουσιάζει επίπεδα μεταξύ 6,00% και 7,5%. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό, που ανέρχεται στο 23% (σχεδόν το ένα τέταρτο των ασθενών), καταγράφει τιμές άνω του 7,5%, γεγονός που υποδηλώνει πλήρως αρρύθμιστη γλυκαιμία. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεδομένου ότι το 60% των ασθενών δηλώνει ότι ακολουθεί τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Σε ό,τι αφορά τη σχέση των ασθενών με το ιατρικό τους περιβάλλον, το 87% εκφράζει ικανοποίηση από τον ιατρό του. Ωστόσο, το 63% των συμμετεχόντων δεν ακολουθεί συστηματικό πρόγραμμα άσκησης, παρόλο που το 60% εφαρμόζει το προτεινόμενο διατροφικό σχήμα. Παράλληλα, το 61% αισθάνεται στέρηση σε σχέση με τα γεύματα ή τα επιτρεπόμενα τρόφιμα. Όσον αφορά τη χρήση των υπηρεσιών υγείας, το 57% του δείγματος αξιοποιεί τακτικά τις διαθέσιμες ιατρικές υπηρεσίες, ενώ το ίδιο ποσοστό αναφέρει ότι προβαίνει σε συστηματικό έλεγχο των κάτω άκρων. Ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό, που ανέρχεται στο 65%, δηλώνει ότι δεν έχει λάβει καμία εκπαίδευση για τη διαχείριση της νόσου του. Αξιοσημείωτες είναι και οι ανησυχίες των ασθενών σχετικά με τις επιπλοκές της νόσου. Συγκεκριμένα, το 50% ανησυχεί για το ενδεχόμενο υπογλυκαιμιών, ενώ το υπόλοιπο 50% δεν εκφράζει σχετική ανησυχία. Παρόλα αυτά, το 71% των συμμετεχόντων δηλώνει έντονη ανησυχία για τις μελλοντικές επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν λόγω της πάθησης. Τέλος, το 55% αναφέρει ότι βιώνει φόβο σχετικά με τη χρόνια φύση της ασθένειας και τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει στη ζωή του. Συμπεράσματα: Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι η πλειονότητα των διαβητικών ασθενών βιώνει σημαντικές ψυχικές και σωματικές επιπτώσεις από τη νόσο, με πολλά άτομα να εκφράζουν ανησυχία για τις μελλοντικές επιπλοκές και τον φόβο για τη χρόνια φύση της ασθένειας. Παρά την τήρηση των ιατρικών οδηγιών από τους περισσότερους ασθενείς, η ρύθμιση της γλυκόζης παραμένει ανεπαρκής για ένα σημαντικό ποσοστό, ενώ η έλλειψη εκπαίδευσης και η αδυναμία εφαρμογής συστηματικής άσκησης ενδέχεται να επηρεάζουν αρνητικά την υγεία τους. Επιπλέον, η καταγεγραμμένη στέρηση όσον αφορά τα γεύματα και τα επιτρεπόμενα τρόφιμα υποδηλώνει την ανάγκη για μεγαλύτερη υποστήριξη και εκπαίδευση στην καθημερινή διαχείριση της νόσου.

    • Introduction: Type II diabetes mellitus is a chronic metabolic disease with pandemic trends worldwide. Its main feature is the increase in blood glucose levels due to insulin deficiency or inactivity. The impact on health, quality of life in daily life and the economic situation of patients can be numerous. The quality of life of people with type II diabetes is affected by several factors, including disease complications, medication compliance, dietary changes and the need for regular physical activity. In addition, the psychological and social impact of diabetes can affect patients' well-being and autonomy, making a holistic approach to disease management necessary. Aim: The main purpose of this thesis is to investigate the impact of type II diabetes mellitus on the quality of life of patients, focusing on both the direct consequences of the disease and the complications that can be caused. At the same time, the economic burden of the disease on patients themselves and its impact on health systems worldwide, with reference to Greece, are examined. Emphasis is placed on the interventions that can be implemented at the individual, institutional and governmental level, with the aim of mitigating or eliminating the negative consequences of the disease. Strategies that can be adopted by patients themselves, health systems and the state are analysed to improve the daily lives of sufferers and reduce the burden on health structures. Material - Method: The sample of the present study consists of 100 patients with type II diabetes mellitus, who are monitored at the Diabetology Department of the Hippocratic Hospital of Athens, which belongs to the 1st Health Region. A 32-question questionnaire was used for data collection, designed to investigate the patients' disease management, individual habits that may exacerbate symptoms and contribute to the development of comorbidities. In addition, the questionnaire assesses participants' holistic quality of life and the extent to which their mental health has been affected by the disease. Results: Most patients, 61%, report that the disease significantly affects their mental health. Of the total 100 questionnaires, 56 diabetic patients were female and 46 were male, with most having completed primary or secondary education. At the same time, most of them belonged to lower income groups, with a monthly income of less than 1,000 euros. The average duration of the disease was determined to be 10 years, with 56% of patients receiving exclusively oral antidiabetic tablets as treatment. In addition, 19% of patients are exclusively treated with insulin. Particularly noteworthy is the finding regarding glycosylated haemoglobin regulation, with 55% of respondents having levels between 6.00% and 7.5%. However, a significant proportion, amounting to 23% (almost a quarter of patients), records values above 7.5%, suggesting fully dysregulated glycaemia. This is particularly worrying, given that 60% of patients report following their doctor's instructions. In terms of the relationship between patients and their doctor, 87% express satisfaction with their doctor. However, 63% of the participants do not follow a systematic exercise programme, although 60% follow the recommended dietary regime. At the same time, 61% feel deprived in relation to meals or allowable foods. In terms of the use of health services, 57% of the sample make use of the health services. Conclusions: The survey findings suggest that most diabetic patients experience significant mental and physical effects of the disease, with many people expressing concern about future complications and fear of the chronic nature of the disease. Despite adherence to medical instructions by most patients, glucose control remains poor for a significant proportion, and lack of education and failure to implement regular exercise may be negatively affecting their health. In addition, the recorded deprivation in terms of meals and allowable foods suggests the need for greater support and education in daily disease management

  16. Hellenic Open University
  17. Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 4.0 Διεθνές