Η αρχή της αναλογικότητας στην πρόσφατη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης

The principle of proportionality in the recent case-law of the Court of Audit and the administration of “fair” justice (Αγγλική)

  1. MSc thesis
  2. ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΝΕΓΡΗ
  3. Δίκαιο της Οικονομίας και των Επιχειρήσεων (ΔΟΕ)
  4. 23 Σεπτεμβρίου 2023
  5. Ελληνικά
  6. 60
  7. Αναστάσιος Παυλόπουλος
  8. Χαράλαμπος Ανθόπουλος
  9. Αρχή της Αναλογικότητας, Ελεγκτικό Συνέδριο, Δικαιοσύνη
  10. Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο / ΔΟΕ - 1/51
  11. 34
  12. 3
    • Η τελευταία δεκαπενταετία στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από περιόδους κρίσεων. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που επελέγησαν για την αντιμετώπισή τους επέβαλαν περιορισμούς σε κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο του νομικού μας πολιτισμού σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, καθώς αξιολογείται τόσο η αποτελεσματικότητα, όσο και η συμφωνία των περιορισμών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προς το Σ, την ΕΣΔΑ και τον ΧΘΔΕΕ σε επίπεδο δικαστικής προστασίας, ώστε να ικανοποιείται και η αξίωση για απόδοση «ουσιαστικής δικαιοσύνης». Στην παρούσα εργασία εξετάζεται η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

      Ο πρώτος έλεγχος της αρχής της αναλογικότητας πραγματοποιήθηκε στη δημοσιονομική δίκη με την απόφαση ΕλΣυνΟλ.4314/2013 και αποτέλεσε έναν in concreto έλεγχο της δίκαιης αναλογίας του καταλογισμού σε σχέση με τον σκοπό της αποκατάστασης του διαπιστωθέντος δημοσιονομικού ελλείμματος. Επειδή ο καταλογισμός μπορεί να προκαλέσει υπέρμετρη επιβάρυνση στο περιουσιακό δικαίωμα του καταλογιζόμενου, αυτό που εξετάζει τελικά το Δικαστήριο, ακόμη κι αν ο καταλογισμός κρίνεται ως κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο, είναι εάν αποτελεί, συγχρόνως, και μέτρο «αναλογικό υπό τη στενή του έννοια» ώστε, στην αντίθετη περίπτωση να εφαρμόσει μια «εύλογη αναλογία» της καταλογιστικής πράξης για την απονομή ουσιαστικής διορθωτικής δικαιοσύνης.[1]

      Αντίστοιχα, εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας στη συνταξιοδοτική δίκη, στην οποία το συνταξιοδοτικό δικαίωμα προστατεύεται ως περιουσία σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Βέβαια, κατά την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης, κρίθηκε ότι η αρχή του κοινωνικού κράτους μπορεί να εγγυηθεί μόνο μια «ελάχιστη» προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων,[2] ενώ λήφθηκε υπόψη και η επάρκεια των διαθέσιμων κρατικών πόρων. Αυτό είχε ως συνέπεια τη συρρίκνωση της κανονιστικής δύναμης των κοινωνικών δικαιωμάτων[3] και υποστηρίχθηκε ότι η παραδοσιακή έννοια της «αυστηρότητας» του Σ έδωσε την θέση της στην «ανθεκτικότητα» του Σ.[4] Η αρχή της αναλογικότητας στην συνταξιοδοτική δίκη λειτουργεί ως έκφραση της διανεμητικής δικαιοσύνης.[5]

      Στην παρούσα εργασία το ζήτημα της ουσιαστικής δικαιοσύνης προσεγγίζεται από την οπτική της Πολιτικής Φιλοσοφίας και των θεωριών περί δικαιοσύνης. Σε μια δημοκρατική κοινωνία βρίσκονται λύσεις μεταξύ πολλών αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων οι οποίες αποσκοπούν στην δίκαιη ικανοποίηση των εμπλεκομένων μερών. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η αρχή της αναλογικότητας με την οποία προσπαθεί να επιτευχθεί μια δίκαιη αναλογία μεταξύ των κόπων και των ωφελημάτων, τους οποίους υφίστανται ατομικά τα εμπλεκόμενα μέρη με τρόπο που όλοι να νιώθουν ότι τυγχάνουν δίκαιης αντιμετώπισης. Με τον τρόπο αυτό, όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου προστατεύονται στον ανώτερο δυνατό βαθμό και επιτυγχάνεται η κοινωνική γαλήνη και η συνολική ευημερία.[6]

      Αναδεικνύεται, λοιπόν, το πλαίσιο μέσα στο οποίο η αρχή της αναλογικότητας μπορεί να συμβάλει, μέσα από τη σωστή εφαρμογή της στις δικαστικές αποφάσεις, στην απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης, διότι η δικαιοσύνη αναφέρεται στην ορθή αξιολόγηση και στάθμιση των πραγμάτων, όχι μόνο στην ορθή κατανομή των αγαθών.[7] Καθοριστικός, λοιπόν, αποδεικνύεται ο ρόλος των δικαστών, καθώς η λύση πρέπει να συμβαδίζει με τις αξιώσεις εξάλειψης της αυθαιρεσίας σε ένα κράτος δικαίου. Η τελική κρίση, βέβαια, δεν πρέπει να μετατρέπει τον έλεγχο συνταγματικότητας των περιορισμών σε έλεγχο σκοπιμότητας των επιλογών του νομοθέτη.


      [1] Κρέπης, (2023), σ.47-48

      [2] Σπυρόπουλος κ.α., (2017), σ.693-694

      [3] Γιαννακόπουλος, (2015), σ.425

      [4] Σπυρόπουλος κ.α, (2017), σ.693-694

      [5] Κουλουμπίνη, (2022), σ.42

      [6] Σαρμάς, (2014), σ.216

      [7] Sandel, (2021), σ.367

  13. Hellenic Open University
  14. Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές