Η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Η πρωτογενής πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων έχει βελτιωθεί με την ανακάλυψη συμβατικών παραγόντων κινδύνου όπως η ηλικία, η υπερχοληστερολαιμία, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και το κάπνισμα. Ωστόσο, ο συνολικός αριθμός θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα συνεχίζει να αυξάνεται. Η ανάπτυξη της επιστήμης οδήγησε στον εντοπισμό πολυάριθμων νέων βιοδεικτών που συνδέονται με καρδιαγγειακούς κινδύνους, όπως η τροπονίνη, η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, η μυελοϋπεροξειδάση, η σχετιζόμενη με λιποπρωτεΐνη φωσφολιπάση Α2, το ινωδογόνο και το νατριουρητικό πεπτίδιο Β-τύπου και η Ν-τερματική προορμόνη του. Ο εντοπισμός πολυάριθμων γενετικών δεικτών που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών διαταραχών έχει επίσης προχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ενώ έχουν ταυτοποιηθεί και πολλά μη κωδικά RNA των οποίων η έκφραση αλλλάζει σε περίπτωση ασθένειας και έτσι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βιοδείκτες. Μόνο λίγοι από αυτούς τους βιοδείκτες χρησιμοποιούνται ως διαγνωστικά εργαλεία στην κλινική πράξη, παρά το γεγονός ότι έχουν προγνωστική σημασία ανεξάρτητη από προηγούμενους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί ούτε ένας βιοδείκτης ούτε οι σχετικές τεχνολογίες που να μπορούν να διακρίνουν οριστικά την κατάσταση της υγείας από την ασθένεια. Οι γιατροί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τεράστια εμπόδια στη χρήση βιοδεικτών για την πρόβλεψη του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου και ίσως τη χρήση τους ως θεραπευτικούς στόχους πριν εμφανιστούν κλινικά σημεία και συμπτώματα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τυποποιηθούν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αναγνώρισή τους ή/και να δημιουργηθούν νέες που επιτρέπουν τη φθηνή ταυτόχρονη ανάλυση πολλαπλών βιοδεικτών και την ευρύτερη εφαρμογή τους στην κλινική πράξη.