Το μέλι είναι ένα από τα δέκα προιόντα στα οποία παρατηρείται νοθεία και παραπλάνηση του καταναλωτή. Η νόθευση του μελιού επηρεάζει τους παραγωγούς αγνού μελιού από πλευράς οικονομίας και αγοράς, ενώ έχει και αρνητικές επιπτώσεις στη διατροφή και την υγεία των καταναλωτών. Η νοθεία του μελιού μέσω της τροφοδοσίας των μελισσών με διαφορετικά σιρόπια ζάχαρης κατά την παραγωγή μελιού ή της προσθήκης διαφορετικών σιροπιών ζάχαρης σε συγκεκριμένες αναλογίες μετά την παραγωγή, και εσφαλμένες δηλώσεις σχετικά με τη γεωγραφική και βοτανική προέλευση του μελιού προκαλεί σοβαρά προβλήματα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές αγνού μελιού. Τα κύρια συστατικά του μελιού είναι τα σάκχαρα (κυμαίνονται από 45g έως 90g/100g αναλόγα με την βοτανική προέλευση του μελιού).
Το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη είναι ένα σημαντικό σχετικά νέο βιομηχανικό γλυκαντικό. Η διαφοροποίηση του καθαρού μελιού από τα μείγματα με αυτό το σιρόπι καθίσταται πολύ δύσκολη, καθώς το σιρόπι είναι εξαιρετικά εκλεπτυσμένο και περιέχει γλυκόζη και φρουκτόζη με περίπου τις ίδιες αναλογίες όπως στο μέλι. Πέραν από την ανάμιξη, με διάφορες επεξεργασίες όπως για παράδειγμα η υπερδιήθηση, το μέλι χάνει την ταυτότητα του, (αφαιρώντας την γύρη αυτού) με αποτέλεσμα να έχει παραχθεί από μέλισσες που έχουν σιτιστεί με σιρόπια.
Στην παρούσα μελέτη θα δούμε την ανάπτυξη μιας μεθόδου, με χημειομετρικές τεχνικές, που θα μπορεί να ανιχνεύει τις βασικότερες και περισσότερο εμφανιζόμενες μεθόδους νοθείας στο μέλι, με έναν συνδυασμό δοκιμών χαμηλού κόστους (προσδιορισμός του βασικού αμινοξέως προλίνη και την αναλογία των στοιχείων Νατρίου/Καλίου) σε σχέση με την ανάλυση ισοτοπικού λόγου (Isotope Ratio Mass Spectrometry, IRMS) που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση της νοθείας μελιού η οποία ναι μεν είναι αξιόπιστη, αλλά είναι υψηλού κόστους, απαιτεί πολύ ακριβό εξοπλισμό, έχοντας σαν επιβεβαιωτική μέθοδο τον προσδιορισμό των κύριων νομοθετικά απαιτούμενων από την Ε.Ε. παραμέτρων όπως (υγρασία, ηλεκτρική αγωγιμότητα, γυρεόκοκκο και διαστάση).
Honey is one of the ten products in which the consumer is falsified and misled. Counterfeiting of honey became more widespread worldwide in the 1970s when industrially high-fructose corn syrup was produced. Counterfeit honeys contain sugar syrups as such or inverted with acids or enzymes, from corn, cane, sugar beet and syrups of natural origin (maple). Sugars are the main components of honey (total concentration 45g-90g / 100g depending on the botanical origin of honey). Honey is easily adulterated by adding cheap industrial sweeteners, such as starch syrups, isoglucose, reconstituted syrups or other high-fructose syrups from rice or wheat, without violating the legal limits on honey content. Since adulterated ingredients are naturally present in honey, adulterated honey therefore has similar characteristics with the natural. In addition to mixing, honey can be ultrafiltered to remove pollen by losing evidence of its origin, or it may have come from bees fed syrups.
In the present study we will see the development, with chemometric techniques, of a new service that will identify the most important and most widespread types of adulteration in honey, with an economical combination of tests (determination of the basic amino acid proline and the ratio of Sodium / Potassium) in relation with the IRMS isotope ratio analysis used to detect honey adulteration which, although reliable, but high cost, requires very expensive equipment, having as a confirmatory method the identification of the main legal requirements of the E.U. parameters such as (humidity, electrical conductivity, pollen grain and dimension).