Αξιολόγηση της ποιότητας και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων, καθώς και εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας των εταιρικών πιστούχων ενός πιστωτικού ιδρύματος.

Assessing the quality and managing the credit risk of the corporate portfolio, and evaluating the corporate rating of bank’s creditors (Αγγλική)

  1. MSc thesis
  2. Καισαρέας, Αντώνιος
  3. Διαχείριση και Τεχνολογία Ποιότητας (ΔΙΠ)
  4. 25 Σεπτεμβρίου 2021 [2021-09-25]
  5. Ελληνικά
  6. 329
  7. Ψωμάς, Ευάγγελος
  8. Ψωμάς, Ευάγγελος | Μαυροειδής, Βασίλειος
  9. Ποιότητα Πιστοδοτικού Εταιρικού Χαρτοφυλακίου Τραπεζών | Quality of Corporate Banking Credit Portfolio | Διαχείριση Πιστωτικού Κινδύνου / Απόδοση Χαρτοφυλακίου | Credit Risk Management / Portfolio Return | Υποδείγματα Εκτίμησης Πιστοληπτικής Ικανότητας / Πρόβλεψης Πτώχευσης | Creditworthiness Assessment / Bankruptcy Forecasting Models | Πιστοληπτική Διαβάθμιση Εταιρικών Πιστούχων | Credit Rating / Score of Corporate Creditors | Κανονιστικό Πλαίσιο Λειτουργίας των Τραπεζών / Βασιλεία ΙΙΙ | Banking Regulatory Framework / Basel III | Κεφαλαιακές Απαιτήσεις / Δεσμεύσεις | Capital Requirements / Commitments, Reserves | Προβλέψεις επισφαλειών / Ζημιές Χαρτοφυλακίου | Loan Loss Provisions / Portfolio Losses
  10. 2
  11. 40
  12. 267
  13. Περιέχει: 77 Πίνακες και 47 Διαγράμματα
  14. Διαχείριση και Τεχνολογία Ποιότητας/ΔΙΠΔΕ
    • Η παροχή τραπεζικής πίστωσης είναι ένα θεμελιώδες εργαλείο στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, εξασφαλίζοντας έτσι την απαιτούμενη ρευστότητα για την χρηματοδοτική κάλυψη του πλάνου επιχειρηματικής δραστηριότητας των οικονομικών μονάδων. Το προσφερόμενο αυτό κεφάλαιο θέτει τη βάση για την κατανόηση των εννοιών και των πτυχών της ανάληψης και αποτελεσματικής διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου, καθώς και της αντίστοιχης αναμενόμενης απόδοσης, διαμορφώνοντας έτσι τον βαθμό ποιότητας του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων ενός Πιστωτικού Ιδρύματος. Η ανάληψη μη αποδεκτού πιστωτικού κινδύνου ή/και η ελλιπής διαχείρισή του οδηγούν αφενός, στην επιδείνωση του βαθμού ποιοτικής σύνθεσης του πιστοδοτικού χαρτοφυλακίου και αφετέρου, στη διενέργεια επιπρόσθετων προβλέψεων επισφαλειών σε βάρος του λογαριασμού εκμετάλλευσης των Πιστωτικών Ιδρυμάτων με παράλληλη διεύρυνση της πιθανότητας για διαφυγόντα έσοδα (τόκοι και προμήθειες) και για οριστικές κεφαλαιακές απώλειες (κόκκινα δάνεια). Αφετηρία της θεωρητικής/εμπεριστατωμένης τεκμηρίωσης της υφιστάμενης Διπλωματικής Εργασίας είναι οι βασικές συνιστώσες και η αλληλεξάρτηση του πιστωτικού κινδύνου, της απόδοσης και της ποιότητας του πιστοδοτικού χαρτοφυλακίου, για να ακολουθήσει η περιεκτική και ευσύνοπτη έκθεση του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας των τραπεζών. Στη συνέχεια, περιγράφονται ορισμένοι θεμελιώδεις παράγοντες που δημιουργούν αβεβαιότητες και εντοπίζονται τα κύρια δομικά στοιχεία των πολυσχιδών θεωρητικών, στατιστικών και εμπειρικών υποδειγμάτων μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου. Ο κίνδυνος αυτός διασυνδέεται/συσχετίζεται κατ’ αρχάς με τον εκτιμώμενο βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας ή/και την πρόβλεψη ενδεχόμενης χρηματοοικονομικής αποτυχίας κάθε πιστοδοτούμενης εταιρείας βάσει ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων και κατά δεύτερον με τους επιμέρους όρους/προϋποθέσεις/εξασφαλίσεις της αντίστοιχης εγκεκριμένης τραπεζικής πίστωσης. Στην αξιολόγηση του αναλαμβανόμενου πιστωτικού κινδύνου συνεξετάζεται ο βαθμός συγκέντρωσης των πιστοδοτικών ανοιγμάτων σε μεμονωμένες εταιρείες, ομίλους ή ομάδες συνδεδεμένων επιχειρήσεων με το σκεπτικό ότι τα μεγάλα πιστοδοτικά ανοίγματα δυνητικά επιφέρουν στην τράπεζα υψηλές ζημιές, σε περίπτωση αθέτησης. Στο πλαίσιο της εκπόνησης της Διπλωματικης Εργασίας διεξήχθη έρευνα σε δείγμα 58 πιστοδοτούμενων εταιρειών που λήφθηκε από το συνολικό χαρτοφυλάκιο της τράπεζας μέσω της τυχαίας επιλογής ενός πιστούχου από κάθε δεκαμελή ομάδα εταιρειών στρωματοποιημένη ανάλογα με το ύψος της εγκεκριμένης πιστόδοτησης την 31.12.2020 (κατά φθίνουσα σειρά). Αντικειμενικός σκοπός της μελέτης ήταν η αξιολόγηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου ως προς την αναμενόμενη απόδοση βάσει του αναλαμβανομένου πιστωτικού κινδύνου, καθώς και η διερεύνηση των παραμέτρων για την επαρκή εκτίμηση του βαθμού πιστοληπτικής ικανότητας των πιστοδοτούμενων εταιρειών, αντιστοιχιζόμενου με την ειδική βαθμίδα πιστωτικού κινδύνου. Στη συνέχεια, αξιολογήθηκαν τόσο η διαχρονική (2018-2020) εξέλιξη της ποιότητας του Corporate χαρτοφυλακίου, όσο και ο βαθμός συνεισφοράς των επιμέρους πιστοδοτήσεων στην ποιότητα και την απόδοσή του στην τράπεζα με παράλληλη εξέταση της ευχέρειας για περαιτέρω ανάπτυξή/αναβάθμισή του. Για την υλοποίηση του ερευνητικού σκοπού, χρησιμοποιήθηκαν τα μεθοδολογικά εργαλεία της στατιστικής ανάλυσης (περιγραφικής ή/και επαγωγικής) καθώς και της γραμμικής παλινδρόμησης (απλής ή/και πολλαπλής) των δεδομένων του δείγματος, ενώ παράλληλα επιχειρήθηκε η ανάλυση τόσο των μεγάλων πιστοδοτήσεων με τα αντίστοιχα έσοδα και την απόδοση όσο και των ακάλυπτων πιστοδοτικών ανοιγμάτων. Από ενδελεχή ανασκόπηση της τρέχουσας βιβλιογραφίας ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο των τραπεζών και την πρόγνωση της εταιρικής χρηματοοικονομικής αποτυχίας είναι δύσκολο να εντοπισθούν λεπτομερείς εμπειρικές μελέτες και ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή του νέου αναθεωρημένου πλαισίου λειτουργίας τους, ως προς την ποιότητα του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων, η οποία διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της πιστοληπτικής ικανότητας των πιστοδοτούμενων επιχειρήσεων, της αποτελεσματικής διαχείρισης του απορρέοντος πιστωτικού κινδύνου σε συνδυασμό με τις αποδόσεις του χαρτοφυλακίου αυτού. Τα βασικά πορίσματα της έρευνας χαρτογράφησαν/συνόψισαν/υπογράμμισαν κυρίως τον υψηλό ενεχόμενο πιστωτικό κίνδυνο από τα μεγάλα ακάλυπτα πιστοδοτικά ανοίγματα σε περιορισμένο αριθμό νομικών οντοτήτων, αλλά και από τα αντίστοιχα μικρότερα ανοίγματα σε πιστούχους μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας με την επακόλουθη επισήμανση για τη διενέργεια ισόποσων προβλέψεων επισφάλειας μέσω του λογαριασμού εκμετάλλευσης. Επίσης, η έρευνα εστίασε στο μείζον ζήτημα τόσο της ανεπαρκούς διασύνδεσης της βαθμίδας πιστούχου με το ακάλυπτο ύψος των πιστοδοτήσεων (συντελεστής συσχέτισης<0,80) όσο και της χαμηλής απόδοσης EVA συγκριτικά με το συνολικό αυξανόμενο ύψος των αναλαμβανόμενων κινδύνων, η οποία αποδίδεται στις ζημιές προερχόμενες από ορισμένες πιστοδοτήσεις ή/και στα οριακά αποτελέσματα (κυρίως από πιστούχους με rating >12). Οι δύο βασικές συνιστώσες για τη μέτρηση του βαθμού πιστοληπτικής ικανότητας (Credit Rating) μιας επιχειρηματικής μονάδας που αντιστοιχίζεται στη βαθμίδα πιστούχου (κλίμακα διαβάθμισης πιστωτικού κινδύνου) είναι η χρηματοοικονομική εκτίμηση και η επιχειρηματική ανάλυση. Η εμπειρική μελέτη εδράσθηκε στην ανάλυση ενός συγκεκριμένου εταιρικού πιστοδοτικού χαρτοφυλακίου κατά την τελευταία τριετή περίοδο χωρίς την παράλληλη και άμεση συνεξέταση, διασύνδεση και σύγκριση με τα αντίστοιχα άλλων Πιστωτικών Ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, θεωρείται ανέφικτο και παρακινδυνευμένο επιστημονικά το εγχείρημα να γίνουν γενικεύσεις για την ποιότητα του συνόλου των εταιρικών πιστοδοτήσεων του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Η έρευνα κατέδειξε/υπογράμμισε την επιτακτική ανάγκη της χάραξης μιας ενδεδειγμένης μακροπρόθεσμης τραπεζικής στρατηγικής, εστιαζόμενης στην έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ενδεχόμενων απειλών από τα μεγάλα ακάλυπτα πιστοδοτικά ανοίγματα ή/και τα αντίστοιχα μικρότερα ανοίγματα προς πιστούχους μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας/φερεγγυότητας, αλλά και την άμεση εκμετάλλευση δυνητικών αναπτυξιακών ευκαιριών, προερχόμενων από την εισηγούμενη εν μέρει σταδιακή αναδόμηση/διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου έτσι ώστε αφενός, να οριοθετηθεί και να περιορισθεί ο ενεχόμενος συνολικός πιστωτικός κίνδυνος και αφετέρου, να τεθεί σε ανοδική τροχιά η συνολική πιστοδοτική αποδοτικότητα. Επίσης πρότεινε αφενός, την επανεξέταση της επάρκειας των υφιστάμενων μεθοδολογικών προσεγγίσεων για τη μέτρηση του βαθμού πιστοληπτικής ικανότητας ενός πιστούχου, και αφετέρου, την ορθολογική/συνετή διαχείριση του αντίστοιχου αναλαμβανόμενου πιστωτικού κινδύνου από την πιστοδότηση με απώτερο σκοπό την ελαχιστοποίηση του ενδεχόμενου επέλευσης ζημιών από τη δημιουργία νέων κόκκινων επιχειρηματικών δανείων.
    • Bank credit is a fundamental tool in financial transactions, thus ensuring the liquidity required to financially cover the companies’ business plan. The offered capital lays the foundation for the understanding of the concepts and aspects of assuming and effective management of credit risk, as well as the corresponding expected return, thus influencing the quality of the Corporate loan portfolio of a credit institution. The assumption of unacceptable credit risk or /and its insufficient management lead, on the one hand, to the deterioration of the quality of the loan portfolio and, on the other hand, to the provision of additional provisions of the risk-bearing receivables at the expense of the banks’ operating account while increasing the likelihood of missing revenues (interests and commissions) and definitive capital losses (red loans). Theoretical / in-depth documentation of the dissertation begins with the key components and interdependence of credit risk, return and quality of the loan portfolio, to be followed by a comprehensive and concise report of the existing regulatory operational framework. Then described some of the key factors that create uncertainty and identify the main elements of the various theoretical, statistical and empirical models for measuring and managing credit risk, which is first linked to the estimated credit rating or the forecast of possible financial failure of each credited company based on qualitative and quantitative criteria and secondly with the individual terms / conditions / guarantees of the respective approved bank credit. The degree of concentration of credit exposures in individual companies, groups or groups of affiliated companies is considered in the assessment of credit risk, on the grounds that large credit exposures potentially cause high losses to the bank, in case of default. In the context of the dissertation, a survey was conducted on a sample of 58 credited companies obtained from the total portfolio of the bank through the random selection of a borrower from each ten-member group of companies stratified according to the amount of approved credit on 31.12.2020. The aim of the study was to evaluate the quality of the portfolio in terms of expected return based on the assumed credit risk, as well as to investigate the parameters for the adequate assessment of the creditworthiness of the credited companies, corresponding to the specific credit risk rating. Then, both the time (2018-2020) evolution of the quality of the Corporate portfolio, as well as the degree of contribution of the individual credits to its quality and return to the bank were evaluated with a parallel examination of the possibility for its further development / upgrade. For the implementation of the research purpose, the methodological tools of statistical analysis (descriptive or /and inductive) as well as linear regression (single or / and multiple) of the sample data were used, while at the same time the analysis of both large credits with the respective income and yield as well as the uncovered credit exposures was attempted. From a thorough review of the current literature on credit risk and the forecast of corporate financial failure it is difficult to identify detailed empirical studies and especially after the implementation of the new revised operating framework of banks, in terms of the quality of the Corporate loan portfolio, which depends on the credit rating of the companies, the effective management of the resulting credit risk in combination with the returns of this portfolio. The findings of the research mainly highlighted /underlined the high credit risk involved from the large unsecured credit exposures to a limited number of legal entities, but also from the corresponding smaller exposures to borrowers with reduced credit rating with the consequent indication for making equal precarious provisions through the operating account. The research also focused on the major issue of both the inadequate interconnection of the borrower level with the unsecured amount of loans (correlation coefficient <0.80) and the low return of EVA compared to the total increasing amount of risks, which is attributed to the losses derived from certain credits or/and marginal results (mainly from borrowers with a rating>12). The two main components for measuring the companies’ creditworthiness that corresponds to the credit risk rating are financial assessment and business analysis. The empirical study was based on the analysis of a specific corporate loan portfolio during the last three years without the parallel and direct review, linking and comparison with those of other credit institutions. Therefore, it is considered impossible and scientifically risky to make generalizations for the corporate credits quality of the whole domestic banking system. The research demonstrated the urgent need to develop an appropriate long-term banking strategy focusing on the timely and effective response to potential threats from large unsecured credit exposures or/and the corresponding smaller exposures to borrowers with low creditworthiness and the immediate exploitation of potential development opportunities arising from the gradually and partially restructured / diversified portfolio so that on the one hand the involved total credit risk is delimited/reduced and on the other hand the overall credit return is increased. He also suggested, on the one hand, the review of the adequacy of the existing methodological approaches for measuring the creditworthiness of a borrower, and, on the other hand, the rational / prudent management of the respective credit risk from the crediting with the ultimate goal of minimizing the potential for losses from the creation of new red Corporate loans.
  15. Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές